.

Thursday, February 11, 2010

Μπέρδεμα


Ο 'Α οπως και καθε πρωινο ξεκινησε εναν περιπατο ρουτινας. Κατα την διαρκεια της διαδρομής δεν συνομίλησε με κανέναν παρα μόνο στο τελευταίο σκαλοπάτι της οικείας του, με τον ταχυδρόμο. Αυτος του έδωσε ένα δεμα οπου μεσα ειχε ενα γράμμα και ο Ά αφου το διαβασε εδειξε να καταλαβαίνει. Κουνοντας ρυθμικα το κεφαλι του ευχαρίστησε τον ταχυδρόμο και άρχισε να περπατάει. Εξω εβρεχε καταρρακτωδως και οι περισσοτεροι κάτοικοι ειχαν κλειστει στα σπιτια τους, μολονοτι ηταν Κυριακη. Ετσι πολυ γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα παψει η βροχή, οπου και αποφάσισε να τα εγκαταληψει. Αγόρασε μια ομπρέλα και στάθηκε σε εναν λουστραδόρο να καθαρίσει πρώτα τα αρβιλα απ΄τις λάσπες. Τιναξε ωστόσο τις λαστυχένιες σόλες σε μια πέτρα για να ελαφρύνει το έργο του λουστραδόρου και σταθηκε να πάρει μερικές ανάσες δίπλα απο ενα μουσκεμένο παγκάκι. Επειτα αφου όλα τελειώσαν, με μια κίνηση ανασηκωθηκε και ξεκίνησε τον δρομο της επιστροφης , ανοιγωντας παραλληλα την ομπρελα του . Αποφασισε να αλλαξει ομως την διαδρομη για λόγους πρακτικούς (οπως του εξηγουσε και το γραμμα), έτσι και έπραξε. Ενω βαδιζε βιαστικά ενας επαναλαμβανόμενος κτύπος του ξενισε το ενδιαφέρον και κοντοστάθηκε. Πλησιάζοτας αντικρυσε εναν δευτερο 'Α στην άκρη του μονοπατιού, να κτυπάει με την ίδια μανία τα δικά του αρβιλα στην ίδια πέτρα. Λίγο πιο δίπλα βρισκόταν και ο λουστραδόρος μα με την μορφή τώρα του ταχυδρόμου, τοποθετούσε με αυστηρες κινήσεις τα σύνεργα στον πάγκο του. Οσο λαθος και αν του ακουστηκε αυτο, δεν θεωρησε πως προερχεται απο την ετεροχρονισμένη ηχό ή απο κάποιο καθημερινο ντετζαβου. Θα υποθέσουμε πως και ο δευτερος Ά αφου ανοιξε μια πόρτα άρχισε να προβληματίζεται με το πόσο ευκολα τα παρατάει ο Ά ο αρχικός και έτσι προσπάθησε να τον αντιγράψει. Ή ακόμα και πως αρχίζοντας να γράφει μια διαθήκη, του χυθηκε αδεξια το μελάνι, όπως απλωνεται πνιγηρά το αποβραδο στα συννεφα και σουρουπώνει.

Βραδυ τώρα όμως. Απολυτη σιωπή και καπου εδώ θα πρεπει να σας αφήσω. Εντουτοις θαρρω πως αυτος δεν θα ΄ναι ο σωστος τροπος να πω καληνύχτα, δραπετευωντας παρατεταμενα οπως κι ο λοξυγκας, μεσα στις τελευταίες μου πνοές. Ας εκτιμησουμε ξανα την κατάσταση, εστω και με ανακρίβειες. Θα αναπαραστησω για αυτο ξανα την εικόνα και με τουτη την αρχη θα ξετυλιχτουν οι ίνες του συλλογισμού μου. Πραγματι, υπάρχει ενας δευτερος 'Α, πιστο αντιγραφο της ολιγωρίας, ενας ταχυδρόμος υποκινητής της δράσης, οπως και υπαρχει μια ανεξηγητη επίδραση της σιωπης που παραμένει απλωμένη σε ολη την εκταση της πολης. Οπως υπάρχει η εγκατάλειψη κάθε στόχου, η αδρανεια να με αγκαλιάσεις, γυμνάζωντας καθημερινά τις παλάμες σου με μοναδικό σκοπό να κλείσεις τα μάτια. Ακολουθω πιστά και εγώ το σκοτάδι μου μεσα απ'τον αρχικό Ά που αναλογίζεται και την υπαρξη του δευτερου Ά ισάξια στον χώρο του. Σαν σκυλος τυφλός, θεατής των media παθαίνω κρίση και θάβω κόκκαλα παντού, να ξεθάψω κόκκαλα απο παντού, για τις δύσκολες ώρες. Κάνω μια παυση για να αναθεωρήσω ποιος είμαι, πόσα λεπτά μου απομείναν, ίσως και για να καταλάβω τι κρυβεται με βεβαιότητα στα βάθη των λάκων μου. Τώρα γινεται ξεκάθαρο, αφου ειμαι ο αποστολέας του δέματος ή και το αδειο περιοχόμενο της παράλειψης, ή και το χέρι που οπλίζει το φτιάρι με τους τελευταίους κόκκους/σκεπάσματα λάσπης, καθε φορά που σιωπώ θα κάνουν το ίδιο και αυτοί.
Για τώρα ας πούμε χαμηλόφωνα πως συμβαινει ενα καθημέρινο μπέρδεμα. Ή αν θέλετε, πως θα συνεχίσει να βρέχει και μπορούμε υπευθυνα να ξανακοιμηθούμε. Ας κλείσουμε ξανά τα ματια λοιπόν. Ίσως τελικά απλά να προκειτε περι τεχνασματος κουταμάρας στο να αποτυπώνεσαι, γράφωντας τόσα ψέματα για εσένα.