.

Wednesday, November 28, 2007

70


Στις 11 Σεμπτεμβρίου αιώνες πρίν , ο βασιλιάς Γκρεογόρ Φεραγίμ τότε ήταν παιδί μόλις 18 ετών ,όπως και άρχισε να γράφει τα παρακάτω:

Οταν τελειωσει και αυτο ολοι θα αποσυρθούν απ΄τον πύργο μου προβληματισμένοι. Μερικοί κλέφτες με άδεια χέρια ,τίμια πρόσωπα με φουσκωμένες τσέπες και άλλες αφοσιωμένες ψυχές επίμονα θα παραμείνουν στην πύλη να είναι αυτοι οι τελευταιοι που θα καταρευσουν βουρκωμένοι στην κρύα αγκαλιά μου ....

Τον καιρό εκείνο καθώς προετοιμαζόμουν να τελειωσω και αυτο με βάραιναν οι υποψίες των αυλικών στον πύργο, ο τρόπος που με κοιτούσαν σίγουρα δεν εξέφραζε εμπιστοσύνη. Τις περισσότερες στιγμές τις περνούσα κλειδωμένος στο κελάρι μου ,το μόνο μέρος του πύργου οπου κανείς απο δαυτους δεν τολμούσε να ζηγώσει. Κάποιους που είχα όρισει άξιους της ευγνωμοσυνης μου κτυπουσαν την πορτα και με φτηνες δικαιολογιες αποβλέπαν να μαθουν λεπτομερειες για τις ενέργειες μου. Η πρόφαση πάντα ήταν οτι ο λαός αμφιβαλει για τις πράξεις μου και η εμπιστοσύνη στο προσωπο μου έχει κλονιστεί. Δισταζα να τους απαντήσω, να τους αντικρυσω στα μάτια και να τους πω ναι είμαι έτοιμος ή όχι δεν σκοπευω να ανακοινώσω τα νέα μέτρα, τουλάχιστον όχι άμεσα. Ήτω αυτοι που είχαν ορκιστεί πίστη εφ' όρου ζωης και δεν είχα το σθένος να απογοητευσω. Ωστόσο δεν εμπιστευόμουν κανέναν. Σίγουρα όχι εκείνους που επιμέναν να με κρατάνε ζωντανό ως σύμβολο. Αρχισα λοιπόν να δουλευω μονος τις νυχτες και κατω απο λιγοστο φως επεξεργαζόμουν σχολαστικά τον τελευταίο νόμο μα ποτε δεν εβαζα μια τελεια. Μια υπονια τέλους οτι αφου στεγνώσει η μελάνη θα είναι η διανόηση που κολυμπάει στα μάτια μου λυτρωτικά. Οταν ξημερωνε τρύπωνα υπόγια ξανα πίσω στον πύργο μου ακολουθώντας το κελαρι , φορτωμένος με τις χειρόγραφες σημειώσεις για τον νόμο που θα 'πρεπε να ανακοινώσω στον λαό μου σύντομα.

Πριν αρχίσω την συγγραφή του νόμου που θα απελευθέρωνε το βασιλειο μου απ'την θλίψη ήξερα το βασικότερο. Οταν γεννηθηκα δεν γεννηθηκα πριγκηπας. Δεν γνώριζα το καθήκον στο να αγγιζω συνανθρώπους μου σχεδον με εμπιστοσυνη , δεν είχα τρόπους μα ούτε και μόρφωση επιπέδου να μου τους επιβάλει , συνάμα δεν ήμουνα βάτραχος. Σαν ένα κανονικο παιδί πίστευα στα παραμυθια και ειχα δυο αδερφες όπως όλοι ανόητες με μοναδικη μέριμνα πως να στολιστουν ,να αρωματιστουν και να γινουν πιο θαμπωτικές η μία απ΄την άλλη ,μήπως έτσι καταφέρουν να ξελογιάσουν κάναν νεαρό ιππότη. Ο πατερας μου ηλπιζε σε αυτο ,τις αγαπουσε οχι περισσοτερο απο εμενα ,μα ήθελε να τις παντρέψει καλά. Ηταν ο πατερας που ξυπνουσε νυσταγμενος και μεχρι να καταλάβεις οτι βρίσκεται στο σπίτι κατέφθανε η νύχτα ,σιωπηλά τρύπωνε κάτω απ΄τα κουρέλια να τον ξανακοιμήσει. Δεν τον συναντούσα σχεδόν ποτέ στο φτωχικό κατάλυμα, όσες φορές τον γύρεψα στην αγορά για να με καθοδηγησει ήταν απασχολημένος με τις πωλήσεις , μπορώ να δηλώσω με σιγουριά πώς δεν με θεωρούσε αξιο συνεχιστή της φτώχειας του. Την μητερα δεν την ένιωσα σαν μάνα όπως εσείς, μονο κατι αυτοσχέδια πορτρέτα ήξερα που μου φέρναν στο νου οτι τα μαλλια της θα ηταν διαρκώς φροντισμένα ,σιγουρα μακρυα και μαυρα , φορουσε φαρδυά φουστάνια, βαμβακερές ποδιές και παντα πόζαρε ευλαβικά με το κεφαλι σκυμμένο, ποτε δεν αντίκρισε κατάματα τον δημιουργό της, πόσο μάλλον έναν άνθρωπο με επιβολή ,την μεταμόρφωση εμού στις επόμενες γραμμές , τον ιό της έναν ικανό και άξιο πρίγκηπα. Για τον ζωγράφο ηξερα τα πάντα, γνώριζα πως ήταν ατάλαντος και οι προθέσεις του πονηρές . Ενας στρογγυλοπρόσωπος μεσήλικας με μούσια ,άλουστα μαλλιά ,στην ηλικια του πατερα που ερχόταν συχνα στην οικεία μας ,αναστέναζε στο κατώφλι φορτωμενος με τα σύνεργα της δουλειάς. Μετα τον συνόδευε η μητέρα μέχρι το πατάρι οπου οι δύο τους συζητουσαν υπο το λιγοστό φώς του καιριού, ισως για ποίηση εκείνης της εποχης που όλους μας ανυσηχούσε. Η μητέρα νομίζω πως λατρευε την ποίηση .Το λυρικό τραγούδι και τον θάνατο.

Σε ηλικία 15 χρονών η μητέρα που δεν γνώρισα απεβίωσε. Ο πατέρας τότε με εγκατέλειψε μαζί με τις δύο αδερφές μου ,μια νύχτα ψυχρή δίχως την στοργική καληνύχτα και ας σημαίνει αντίο. Τότε ο ζωγράφος ο οποίος εκτελούσε χρέη για τον βασιλιά με πήρε υπό την φροντίδα του οπου σιγα σιγά κέρδισα την έγνοια ολονών στον πύργο. Έτσι έφτασα δίχως να το καταλάβω ψηλά στην βασιλική οικογένεια και μάλιστα ο μοναδικός επίσημος διαδοχος του βασιλιά Φεραγίμ ΣΤ' που τώρα ήταν νεκρός, σειρά ανεξήγητων θανάτων. Το μόνο που γνώριζα να κάνω ορθά απο μικρός ηταν να γράφω. Τότε στον πύργο μου ζητήθηκε να επινοήσω έναν νόμο ο οποιος ρητά απαγόρευε τον θάνατο. Ακόμα και ένας βασιλιάς σε καμοία περίπτωση δεν θα είχε το δικαίωμα να πεθάνει. Αυτος που θα τολμούσε να απαλλάξει τον λαό απο την κακοτυχία, θα κέρδιζε το στέμμα μονομιάς, αφου θα ξεκινούσε την σύνταξη του σωτήριου νόμου.

Δουλευα λοιπον ολημερίς ως προς την άρθρωση του νόμου, κάτι που υποσχέθηκα στον κλονισμένο λαό μου. Οι τελευταιες μερες που έφτανα στο τελος για να τον ανακοινώσω ήταν οι πιο δύσκολες της ζωής μου. Οι επισκεψεις απο αγνώστους στον πύργο έγιναν πιο εντατικές ,πρόσωπα που δεν τα ειχα ξαναδει ζητούσαν εγγυησεις, ανέβαιναν τις σκαλες με κάθε ιδιότητα για να τρυπώσουν ακόμα και στις προσωπικές μου στιγμές που δεν συγκάλυπταν τίποτα παραπάνω απο την απογοήτευση, τον φόβο προς τον λαό μου καθώς πρώτος με φοβήθηκε αυτος. Βούιζε όλη η αυλή με φήμες και κουτσομπολιά για εμένα τον πρίγκηπα ,κακολογίες πως θα εγκαταλείψω τον θρόνο και θα κατευθυνθώ στα ορεινά να αναζητήσω τον πατέρα. Ο πιο ανήσυχος και επίμονος δουλευτής του πύργου ήταν ο ιερέας ,οπου πρώτος προφτασε να με καθοδηγήσει. Τακτικά με πλησίαζε, κρατωντας σε φυλλάδια τις οδηγίες του Θεου προς τους άπιστους, φτηνος μεσίτης της δυστυχίας εις το μέλλον. Ο γάτος ήταν ο μονος που δεν του καιγόταν καρφι για ότι αλλαγες ετοίμαζα. Ήταν πιστος και λάτρης του τίποτα ,πάντα προθυμος να δοκιμαστεί αν κάτι διαφορετικό συμβεί. Ακόμα και η υπηρέτρια δεν εργαζόταν με αφοσίωση όπως παλιά ,τωρα μονο ψευτοσκουπιζε τα σκονισμένα επιπλα και εφευγε προσεκτικά ,στις μύτες των ποδιών. Να μην την ακούσω πως λιποτακτεί. Δίχως την καλυνηχτα την συνηθές ,που ποτε δεν φρόντισα ως αποχαιρετιστης. Χωρίς μιαν ερώτηση και ας προσκαλεί την σιωπή. Εφευγε και αυτη σαν έτσι να διάταζε ξένος αφέντης να γίνει. Η φωνή μου πλέον δεν θύμιζε φωνή ενος πριγκηπα που με τα χρόνια θα ανέβαινε στον θρόνο. Ήταν φωνή αδύναμη και σίγουρα απείθαρχη.

Στο εξηκοστό μου έτος έγινα βασιλιάς όπως και προέβλεπε η νομοθεσία του πύργου. Ομως ακόμη δεν είχα καταφέρει να τελειώσω την συγγραφή μου. Και με ξεχάσαν όλοι στην χώρα μου γι' αυτό. Θέλεις οτι δεν είχαν νέα για τον νέο νόμο που υποσχέθηκα, θέλεις να υπέθεσαν πως έτσι βαρετά καλείτε να ζεί ενα βασιλιάς, δεν μπορώ να γνωρίζω. Ίσως τους αρκούσε πως ο βασιλιάς τους είναι ζωντανός και η κακοτυχία μάλλον κόπασε. Απαρνήθηκαν την πίστη τους οι ανυπόμονοι που θέλησαν να είναι παρόν σε οτι σκαρώνω, να μάθουν το βασικότερο, τί έκρυβε. Σαν να μην τους ένοιαζε με εγκαταλείψαν στην τύχη μου. Κανείς πια δεν μου χτυπούσε την πόρτα ακάλεστος, κανενας απο τους αυλικούς δεν τρύπωνε ύπουλα ακόμα και εις το κελάρι. Η υπηρέτρια τηρούσε με ακρίβεια το συμφωνητικό μας και ακόμα χειρότερα υπήρχαν μέρες που το υπερτιμούσε. Καληνύχτα της φώναζα απο τις σκάλες , είσαι ελευθερη τώρα να φύγεις και αυτη παραμιλούσε πως χρειάζεται γυάλισμα η στρογγυλή τραπέζη καθώς τα άνθη δεν κάνουν σωστή αντιθεση με το χρώμα του ξύλου όταν σουρουπώνει. Και όσο κρεμόμουν απο το παραθυρι μου δεν την έβλεπα να τραβάει το μονοπάτι που σε βγάζει έξω απ'τον πύργο. Στις οκτώμιση ακριβως συνήθιζε να το περπατάει, φορώντας μέχρι και να φτάσει στο φτωχικό της την φορεσιά υπηρεσίας. Μαζί μου επέμενε να επαγρυπνεί ωσότου τα τελειώσει όλα με σιγουριά. Δίχως να μου αφήνει τον χρόνο να απασχοληθώ δειλά με την συγγραφή του περήφανου νόμου. Και αν νύχτωνε θα συνέχιζε ατάραχη μέχρι και η πρώτη ηλιαχτίδα να μην φανερώσει ψεγάδι σκόνης στα σανίδια του πύργου.

Για μέρες μετρούσα αληθώς τα χρόνια γαλήνιας βασιλείας μου. Ολη η χώρα άλλαξε οταν αντίκρισα ενα πρωινό την ογδοηκοστή άνοιξη της ζωης μου απ'το παράθυρο ,ως βασιλιάς με στέμα, μούσια μα καθόλου επιμονή. Ολα ειναι ωραια έξω συλλογιστηκα ως γέρος. Τόσο ομορφα ,καταπράσινα, λαμπρά χωρίς εγώ να φρόντισα την γή μου. Δημιουργείτε ζωή ,δημιουργεί ζωή, άνευ νόμους και επιβολές. Συλλογίστηκα το επακόλουθο:

Όμορφα ειν΄ όλα έξω.
Οταν τα κοιτας με απόσταση, απο μέσα.
Ανήκω στην ωραία μέρα ,την μοιράζομαι
Ομως δεν νιώθω ωραίος και'γω σαν αυτην.
Κατι μου θυμίζει αυτο το σώμα
Ο βασιλιάς σε δούλο πως εκφυλίζεται
Πίσω απ'το τζάμι στέκει φοβισμένος
Μέσα στους στύλους του πύργου κρυμμένος
αγνοεί την ομορφιά στις όμορφες λέξεις.
Όπως πνοή ,οπως ζωή , καθώς οχι.


Περάσαν περισσότερα χρόνια οπου παρέμεινα κρυμμένος στον πυργο και τις ομορφιες ολες τις λατρεψα απ'το παραθυρι μου. Δεν έκανα τίποτα το δραστικό, είχα αγαπήσει την ιδέα οτι είμαι ενας βασιλιάς δίχως σκοπό. Άλλοτε κατεβαινα στο κελάρι για να εξετάσω πως ο οίνος ωριμάζει με τον χρόνο, γινεται πιο γευστικός και το χρώμα του απαράμιλλο μοναδική ταύτιση βρίσκει στο αίμα. Που σημαίνει ζωή. Μοναξιά καθώς όχι. Ημουνα πλέον σίγουρος πως κανεις δεν με σκέφτεται όπως παλιά. Όχι απο φόβο, όχι απο σεβασμό μα ούτε κι απο συμφέρον. Κάνεις δεν θα ενδιαφερόταν αν πράγματι διαμένω σε αυτον τον πύργο με αφοσίωση ή τα έχω εγκαταλείψει όλα ηττημένος. Γέρος και βασανισμένος γύρεψα τις σημειώσεις απο εκείνο το τετράδιο. Το σφηξα στα χέρια μου και γύρισα τις σελίδες σχεδόν στην αρχή. Εξαντλημένος με μνημη σφαλερή θέλησα τουλάχιστον τώρα να μάθω τι ήταν αυτο που ήθελα να κάνω τότε και δεν πρόφτασα. Φύσηξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει την σκόνη και ξεχώρισε δειλά ο γραφικός μου χαρακτήρας. Άρχισα να διαβάζω:

Οταν τελειωσει και αυτο ολοι θα αποσυρθούν απ΄τον πύργο μου προβληματισμένοι. Μερικοί κλέφτες με άδεια χέρια ,τίμια πρόσωπα με φουσκωμένες τσέπες και άλλες αφοσιωμένες ψυχές επίμονα θα παραμείνουν στην πύλη να είναι αυτοι οι τελευταιοι που θα καταρευσουν βουρκωμένοι στην κρύα αγκαλιά μου....
.... Θα στεγνώσουν τα δάκρυα απ'ολους μας το ξέρω ,εξω όλα θα συμφωνούν οτι ειναι χειμώνας θλιμμένος και οδηγεί στην κάμψη .Η υπηρέτρια σιωπηλά θα υπηρετήσει το τέλος και θα μου φέρει τον γάτο που συμπαθώ,μήπως θελήσω να τον καλοπιάσω με χάδια. Και τότε θα ερωτήσει ιπποτικά αν χρειάζομαι άλλο τις υπηρεσίες της ,με μια ταπεινη υπόκλιση θα εξαφανισθει. Η βαριά θύρα στον πύργο μου αενάως θα κλεισει διατάζωντας την σιωπή ,θα φύγει και αυτη να χαθεί εισ 'το σκοτάδιν όπως τούτοι που αναφέρω βιαστικά μεσ 'την οργήν μου. Βέβαιος τοτε θα νιώσω πως δύναμαι να αναπαυθώ με ασφάλεια και ολάκερα μόνος. Αφου τελειώσω πρώτα αυτο το γραπτον, τότε θα αποκοιμηθώ νηφάλιος. Στον πύργο μου, το απέραντο κλουβί που υπηρέτησα. Μόνος θα ανεβαίνω τα σκαλιά και θ'ανοίγω τις βαριες ξύλινες πόρτες στο περασμα μου,μόνος θα τις ασφαλίζω. Μέχρι να φτάσω στο τέλος του διαδρόμου και ας μην περάσαν τα απαραίτητα χρόνια, θα έρθει πρόωρα η λύτρωση για έναν πρίγκηπα που πρέπει πρώτα να λυτρώσει τον λαό του απο το αδιέξοδο. Τον χειρότερο δεσμό. Την ζωή ,καθώς όχι.

Πλέον ήξερα τι έιχε μείνει ανεκπλήρωτο. Ξεχώρισα ανάμεσα στις λέξεις την ζωή οπου υποσχέθηκα σε αυτους που θέλησαν ανευθυνα να τους δωθεί. Είχα καταφέρει να συνθέσω τον νόμο μα ο φόβος της δοκιμασίας με νίκησε. Είδα μεσ'τα γραπτά μου να φωλιάζει η εγκατάλειψη και ο πόνος περιγράφωντας τον. Ο νόμος συνοπτικά πρόσταζε:
"Κάθε ανθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέξει αυτος την μοναδική στιγμή που επιθυμεί να τερματίσει την ζωή του. Αν ένας δευτερος προσπαθήσει να τον μεταπείσει ,θα τιμωρείτε παραδειγματικά με αποκεφαλισμό.".
Έκλεισα τον βαρύ τόμο και με αργές κινήσεις ανηφόρισα τα σκαλιά του πύργου. Εφτασα στο πιο ψηλο σημείο και κάθισα να ξαποστάσω στο αμίλητο καμπαναριό. Το ελαφρι αεράκι κυμάτιζε αυρά το έμβλημα της βασιλείας μου ,ορθωμένο περηφανα στο κοντάρι σάλευε. Ήταν άνοιξη. Ίσως η τελευταία της ζωής μου με σκοπό.
Ενας βασιλιάς πρέπει να είναι ο πρώτος που εκτελεί τους νόμους του.