.

Thursday, February 21, 2008

73


Καπνός ξαφνικός που εκδηλώνει το προσάναμα. Οτι παρατήσει στο περασμα της η φωτιά. Κυκλοι γυρω απ'τον επίλογο για να ξαναγυρίσω. Σελίδες που καιγονται ,γραμματα που τρεπονται σε φυγή. Θυμισου οπως τοτε που παιζαμε με την φωτιά. Θυμισου που τιποτα δεν αλλαξε. Καπνός ήταν. Ξαποστασα λιγο ,ανακουφιστηκα εκει που συνηθιζεται η ζεστη καθημερινή. Αλλαξα συνηθειες για να ξερω πως είναι. Ομως γυρισα συντροφιά με τα γραμματα. Ψαχνω ενα σπιτι χωρις ιδιοκτητη αλλα δεν μου αρέσει η ιδέα πως δεν ανοικει πουθενά. Δουλος της αδρανειας εξου και η ξαφνικη παραλυση. Υπερκατανάλωση ιδεών. Οχι τα δαχτυλα που δεν κουνιουνται ,οχι αυτη η συνηθισμενη. Πατάω τα πλήκτρα ,κοιταξε τρέμω. Μα πως; Γυμνη παραλυση, με σιγουρια οτι χαμογελά η αληθεια αναμεσα στις λέξεις. Ολος ο κοσμος γράμματα ουρανοκατεβατα. Νεος πολυ για να μην με πεις βρέφος. Ξυνω τα μάτια μου, τα πληγώνω με ενα μολύβι. Αυτο με τα πολλά μπέ. Χρησιμοποιώ οπως και παλια τα αντικείμενα λάθος. Μιξοκλαιω αλλα ειμαι συναμα τυχερος που δεν ειμαι εσυ. Δωσε μου λοιπον ενα μολύβι και ενα φτυαρι μα μην φυγεις. Μεινε εδω να σου πεταξω τα χωματα. Θα σε σκεπάσω μα δεν θα καταλάβεις ποσο βαρυνες απ'τα γραμματα. Εκανα μια ανακαληψη. Λεξεις απ'τα αδυτα της γης ,θησαυρος πολυτιμος. Κουφος να ακουσω τον ερχομο τους ημουν. Στραβός να δω το μεγαλειο, δειλός να τις καλωσορισω υπηρξα. Μου το αναγνωρίζω. Ξεχασα πως είναι να μην έχεις χέρια στολισμένα με δαχτυλα που στηρίζουν δαχτυλα εξαρτημένα στις παλάμες. Να στρωσω ενα τραπεζι σημερα και να δειξω κατα που ειναι το κρεβατι, σαν ταπεινος οικοδεσποτης. Και ας μην έρθει κανεις. Αυτο ειναι το τιμημα οταν κρατας κατι παραπανω απ'οσο οφειλες. Φευγει απο μόνο του. Ο χρονος εξοριστος στις αναμνησεις, σου χτυπαει την πορτα. Ασφυκτιά στο κουδούνι. Καλως ορισες χρόνε, θα σ'ανοιγα έτσι κι αλλιώς. Περνα μα στασου για λιγο. Αυτο το προσωπο σου, μου θυμιζει εναν καθρεφτη. Αυτο το αντιο μου θυμιζει ενα προσωπο. Μην μιλήσεις ακομα. Φευγεις κιόλας; Στυγνο δωρητη της δηλιας ,αμυδρα σε θυμαμαι. Τι μου εφερες για αποψε; Ντυσου καλα, βαλε και διπλες καλτσες. Το καλοκαιρι σκουλικι δραπετευει στον κήπο μου. Τον χειμωνα σαν χειμωνας πεφτει να κοιμησει τα δεντρα. Τις φυλωσιές στα λευκά να ντυσει ,την παυση αγαπά .Κανεις να μην τα διακοψει απ'τον ρυθμο της σιγης. Κάτσε να πιούμε μπας και ζαλιστούμε. Τι ακούς ,έτσι οπως σκυβεις; Ασε με να ακουμπήσω και'γω στην καμπούρα σου. Αγερας σφυριζει μεσα απ'τα παγακια, άκου. Πτώση. Βουτια σε ποτηρι χαμηλο που κοχλάζει η ζάλη. Ντυσου καλα δύτη. Τετάρτη βράδυ. Σαν ολες τις 4 εποχες. Θεσσαλονίκη. Κονιακ ζεστο που δεν βγαινει απ'το τριανταφυλλο. Αλκοολ στιφρό που σε βυθιζει στον πατο. Πεφτεις στα απαλα σαν τα φυλλα ,παραλυση επειτα απ'την δραση ξανα Χάμω στον πύργο. Παυση. Εξαντληση. Ακινησιά. Βάρος.

Κατω εκει που ελειωσε το χιονι. Χειμώνας Τετάρτης στην Θεσσαλονίκη. Οχι βαρυτητα ,απλα ενα ανεπαισθητο βαρος. Ισως η σκεψη που βιάζει την αναγνώριση, δημιουργει την ενοχη αυτη: Μεγαλη ευθυνη που μοιαζω με το ζωο ανθρωπος και πρεπει να ορθοθώ σε μια Θεσσαλονικη. Παρακληση να μην ειμαι ισως μετά και εγω. Ομως κάτι διαφορετικό. Εδω βοσκει η αληθεια αλανιάρα. Μα που βρεθηκα; Στο λιβάδι που ειναι τοσοι οσοι χρειαζεται να αναρωτηθεις τι χρειαζεσαι πρωτα εσυ. Πως την λένε αυτην την πόλη που έχει πράσινο; Αξιοπρέπεια. Ενα δεντρο μια θηλεια και μια σκαλα παρακαλω, κατόπιν αφήστε με μονο. Πτωση που διαρκει μια στιγμη ,τι ακριβής! Ζωγραφιές. Ανοιξη σε λευκες σελιδες ο θανατος της καμπιας θα μεταφέρει ζωη χρωματιστή. Ματζέντα αν ανοιξει μηχανικα τα φτερα της ,αθορυβα οστόσο, μια αμυδρή πινελιά. Φυσάει πολυ για νυχτα Τεταρτης, δεν θ'άκουστει ακομα και αν μπλεχτει στα μαλλια μου. Δεν χανει ποτε τον δρομο της στον κανβά. Την προσκαλει η φυση να δαμασει τον αγερα. Ο αγέρας τι χρώμα έχει; Ανεξίτηλο ότι κι αν είναι ,παντοτινό. Ουρλιάζουν ολοι αυτοι που φυλακισε και ταξιδευει. Εδω διπλα στα δέντρα θα ζωγραφίσω μια πέτρα. Να, νεκρή η φύση που θυσιάζεται. Η φυση ειναι ακριβεστατη. Δεν συγχωρεί. Σου το'πα. Ενα εργαλειο πολυπολοκο πιο πολυ κι απ'το ρολοι στους πύργους. Ακροβατης σε τσίρκο παντα στον χρόνο του. Πληρωσαμε εισιτηριο ,ας μπουμε και σταμάτα να είσαι φλύαρος. Ντύσου καλά και πες μου τι βλεπεις. Οτι και εσύ που είσαι γυμνός. Γρανάζι μεσα απ΄τους τροχους της αμηχανιας. Μηχανικος πλουσιος που επιδιορθωνει καρδιες. Οχι ψυχιατρος με γνωματευση γιατρου. Αυτος ειναι πιο μονος και απο ξακουστο ποιητη. Ο νους δεν θεραπευεται γιατι δεν το θελει ακόμα. Μεταμορφωνεται στα σχηματα που κρατας στις σημειωσεις σου γιατρέ. Μισο λεπτό να έρθω. Ηρθες. Πες μου τώρα για τα παιδικα σου χρόνια. Στάσου να φτιαξω ενα τετραγωνο. Ειναι αυτο το σπίτι μου; Εντάξει ,μπορεις να εγερθείς. Βιάσου ομως ,τελειωνει ο χρόνος. Βγαινει απο τα ορια του τετραγώνου γιατι δεν υπαρχει κανεις να διορθωσει. Και λίγο πριν σε πάρει ο υπνος στον καναπέ αποφασίζει: Ειστε δυσκολη περίπτωση ασθενη, θα χρειαστώ πολυ χαρτί για να καταλάβω τι τρέχει. Αυτο οπως και η μελανη ,επιβαρυνουν εσας. Τετραγωνη λογική σε ορθογωνια χαρτονομίσματα. Επιμένει σε ερωτησεις ασκοπες. Ασε με αδιαφορε. Σημειώνει ο γιατρός: "Ασε με"..αδιάφορε.

Παρακληση. Ασε με όταν. Με γυρεψεις στομα σαν ξεκολίσω απ΄τα χειλη σου. Πρωι Πεμπτης δεν ειναι καλό να ακους πως θρυμματίζομαι. Δεν κανω θορυβους οπως το ξημέρωμα, υπηρξα αγέρας που ταράζει ολημερίς τα παραθυροφυλλα και θα τρομάξεις. Σκεπαστρο στην αγωνια που εχουν οι εραστές για τα χέρια, αν δουλευουν τακτικά χωρίς ταβάνι. Διωξε με οταν. Τα χνωτα μου παγωσουν το κονιάκ ,πληγωμενος ο φαρυγγας διαμαρτηρηθει. Καλιτεχνικό πατινάζ με τα δαχτυλα οπως παλια στα ποτήρια. Αφή η πιο σιγουρη αναγνωριση της υφης. Σε αγγιζω απο κοντά και ξέρω οτι είσαι παγωμένη. Νεκρή αλλα απλωνομαι περισσοτερος. Τα μαλλιά σου είναι το ιδιο όμορφα. Σταματησε με οταν. Σκληρο παγωμενο δακρυ μεσανυκτα ματωσει στην πορτα σου. Σταλακτίτης σουβενίρ απ'την σπηλια που με καθηλωσε ο πονος. Επιστροφή στην πατρίδα. Χειμωνας θα'ναι οταν ξαναγίνει. Παγωμενη η σκια μου παψει να ακολουθει. Αχνη μεταβολή του ειδωλου μου στο χιόνι θαφτεί. Μεγαλωσε με οταν. Ζηλεψω γιατι με περναει ο χρονος καποια χρονια. Μην με ψάξεις οταν. Ξανάρθει η μοναξιά.

Την μοναξια κανεις δεν την ρωτησε ποσο μονη νιωθει οταν την προσκαλεις. Αν είναι χειμώνας ή Τεταρτη διαθεσιμη. Παραλυση σ'ενα κουτι. Μηχανισμος παραξενος και θορυβωδης. Θα ερθει παρ'ολα αυτα. Καλως όριστε την. Θερμή παράκληση. Μην σας τρομάζει. Θερμη παρακληση δύο. Μην την τρομάξτε ,γιατι μετά ειμαι Εγώ.

Εδω. Εγώ. Πεταμενο πελμα πλαι στον δρομο που με συναντησες. Μην πατησεις το χερι μου ,αδειο οσο και αν το βαρεθεις. Βαραίνει η όψη μου την οψη σου αυρά σαν σκουλικι που τρυπωνει κατω απ'τα σανιδια. Δωμάτιο ζευγαρώματος και αναπνοές. Οι γυναικες ανοιγουν τα ποδια γιατι δεν τρέφονται σωστά. Εγω οταν καυλωνω κανω απεργεια δίψας. Σκορπαω επιδημια ξυρασιας. Καθολου λογικος ανθρωπος η γυναίκα και ο απεργός. Μοντερνος σιγουρα ο δευτερος ,λουφαδόρος αξιώνει με φοβο οτι τον προγραματισαν. Αποχή σχηματισμένη απο ίνες, ρουχα φρεσκοπλυμενα που ευωδιάζουν ανικανότητα στον καναπέ. Κρυμένος στην ενοχή του "δεν τρέχει τίποτα" επαναπαυεται. Δημοσιοι υπαλληλοι της τηλεόρασης. Μου ανοιξε η ορεξη. Πειναω αλλα δεν ξερω ποιον απο ολους θελω να φαω. Τον ΕΡΤ1 μαζί με καποιους που βλέπω καθημερινά. Αν δεν ξυπνουσα πρωί.. Αν ημουν για παντα νηστικος. Δεν θα θυμομουν τι ειναι πιο νοστιμο απο τοτε που είχα μονο ενα τραπεζι. Τα μαυρα ματια ή τα μαυρα δακρυσμενα ματια, ποταμια στις εκβολές της καρέκλας. Θα ηθελα να ειμαι μαγειρας σε εναν πύργο. Διψάει για την αναγνώριση εκεινος που σερβιρει πρώτος τα πιάτα. Ο μαγειρας του πύργου που ποτε δεν δοκιμάζει τι εφτιαξε, απο ευγένεια μα περισσοτερο απο σεβασμό. Ψαχνει τα αποφαγια μα δεν εχει σπιτι δικο του να προσκαλέσει τις μυρωδιές. Βρήκα μια τούρτα παγωτο μα δεν έχω καταψύκτη να την φυλακίσω. Καλυτερα ανεργος ,περισσοτερο ενεργός απο εναν ιπποπόταμο. Υπάρχει ομως και το σιχαμένο το τιποτα. Γι'αυτο παντα ψαχνει ο ανθρωπος εναν ανθρωπο αφέντη. Τι διαφορετικό υπάρχει στο τέλος αυτου του δρόμου που βλέπω απ'το παραθυρο, απο αυτο που βλέπω; Ενας ανθρωπος παχιδερμος που προφανώς μου ανοικει ,θα περπατήσει το πρωι διχως να με δεί. Είναι αυτος που του πληρώνω τους λογαριασμούς. Τι να ψάχνει στην γειτονιά μου; Η αναζήτηση για εναν αφέντη λεπτό. Τραπεζι κάνει τα γονατα του ,τρυπιες οι τσεπες του ,μπαλωμενο ξεπροβάλει ενα πιρουνι. Καλογυαλισμενο, μυρωμένο στην σκουριά. Το τροχιζει στην ασφαλτο. Γινεται ενα μαχερι τοσο κοφτερο οσο και η γνωση. Ζωή ή Θάνατος; συλλογιζεται. Ποιανού ομως; Επιστροφη στην εκδοχη οτι τωρα ξερει. Απλωνει την αδεια χουφτα του να γεμισει με το Εγω ενος ξενου. Ψαχνει θηραμα με λεπτούς τρόπους. Πως να σκοτώσεις κάποιον που σου λέει "Θα σε παρακαλούσα να το ξανασκεφτείς"; Ζητιάνος κρεμασμενος αναποδα απο ενα δεντρο καταντάει. Χρησιμος οσο στον φλοιο ενα φερμουαρ ,που το ανθιζει μεθοδικά. Σε εναν δρομο πιο πέρα ο πλουσιος. Ο ιδιοκτητης του πύργου μπορω να πω με σιγουρια οτι είναι. Πανταλόνι ,προστάτη της γυμνιας χαριζει στους περαστικούς. Μα κανείς δεν θέλει γυμνος να ειναι, πιο γυμνος απ'οτι δειχνει αυτος. Σερνεται σαν το σκουλικι. Τρυπωνει κατω απ΄τις χαραμάδες σε ενα μοβ δωματιο. Ενας δολοφονημενος απ'την αναμονή φοραει λευκο μπλουζάκι, μετα βίας ξεχωρίζει η στάμπα απ'τα αιματα. Αναγραφει "Στον ποντικό δεν αρέσει άλλο το τυρί το φτηνό". Συνεχιζει να σερνεται με ασφάλεια, μια πορτα διπλα σ'ενα παραθυρο περνάει ,αφήνει κι εκει την γλίτσα του. Κατι του νεκρου κρεμεται ,αερίζεται διπλα στις κουρτίνες. Μια τσαντα που εχει μεσα μαζι με τα αποφαγια, το στομαχι και την μυρωδιά ωμής σάρκας σε σακουλάκια . Τσιγαρισμένο κρεμμυδι στην πίσω τσέπη αεροστεγώς. Σ'ενα χαρτί η συνταγή της αποτυχίας. Ακομα μυρίζει το τραπέζωμα του τότε. Αν κοιταξεις εξω απ'το παραθυρο θα δεις καθημερινα πραγματα. Εισαι ενα σκουλικι, σου αρέσει το μόβ γιατι κανείς δεν ασχολήθηκε με το αν πράγματι σου αρέσει. Μπορεις να βρεθεις αντιμετωπος με το απογευμα. Θα δεις μια αλανα αν υπάρχει ακομα. Δεν ξέρω ποτε ήρθες. Καποια παιδια οπως παλιά θα παιζουν ποδοσφαιρο. Δεν ξέρω τι θα κλωτσάνε τώρα. Ενα αμαξι σταματαει ,ανοίγει τις πόρτες ,τις ξανακλεινει με την ίδια ισοροπία. Δεν κατεβαινει κανεις. Τιποτα ενδιαφέρον δεν συμβαίνει. Βραδιαζει ,καλο θα ειναι να φυγεις.


Μεσανυχτα. Ω και Ω ακριβώς της φυγής. Τικ τακ τικ τακ μουρμουρίζει το ρολόι τοίχος. Αποφάσισα να βγώ ξανά γιατι πονάω. Δεν το ήξερα ,χτυπησε το τηλεφωνο και καποιος μου είπε "Δεν ξέρω τι θα κάνεις ,απλα θα πρέπει να γνωρίζεις οτι πονάς". Στοιβάζω γρηγορα σε μια τσάντα την πείνα, την αποχη ,το ψαροντουφεκο, μια ανθρωποσκοτοστρα και μια καρτέλα ανορεξόλ. Περπατάω μόνος στους άδειους δρόμους λοιπόν. Χαράζω με το σκληρο πελμα μου την μητέρα γη. Στρογκυλη φημολογειται και απεραντη. Για την μητρότητα λές; Πόνος που γίνεται συνήθεια αυτη θαρρώ. Αντε να κανουμε ενα ακομα στα γρήγορα. Εντάξε αρκει να μην πονέσω. Ο πονος ποναει και ο ιδιος αν τον αφησεις να εκφραστεί. Οχι γιατι γινεται συνηθεια. Ανακουφιζεται ετσι, το ιδιο κανεις και εσυ. Οχι απο την βαφτιση του, ενω εξαρχής τον λενε γόνο της καταπτωσης. Οχι απο τον πνιγμο απαραιτητη προυποθεση για να αποκτησεις ονομα. Μα οχι με βεβαιότητα απ' την πεινα οταν καταλαβεις πως δεν χρησιμευει σε τιποτα το στόμα. Σε λενε Α μα δεν μπορείς να μιλήσεις. Καποια μερα θα σε φωναξουν Β και δεν θ'ακους. Και εκει θα αναρωτηθεις τι διάολο εισαι ,εκτος απο σιωπηλός και κουφός; Εισαι ο Ω θα σου πω και μετα ο καπνός. Ερωτευσιμος οσο και το φταρνισμα. Ευάρμοστος οσο και το πιπέρι στο κρέας. Βασανίζει την μυτη σου η ιδεα οτι τρεφεσαι με σάρκα γκολτιέρ. Ενας ανθρωπος πεταμένος που δεν εχει ράμφος μου εγραψε οτι μυριζεται τον κινδυνο, μα μονο απο μακρυα. Ηταν χειμωνας εδω και ηρθε πραγματι έτσι να με συναντησει. Απ'τα σαντάλια του αναστενάζε σκόνη, φορούσε σορτσάκι στενό ,αμανικο τι-σέρτ κολεγιακό. Κατω απ'ενα ψαθινο καπελο ξεχωριζε η οραση αποτυπη σε μικροσκωπικα στρογγυλα γυαλιά. Κρατουσε τα μάτια του σε μια αποχη και κανοντας μια κινηση να μου δειξει φτερουγισαν ψηλά. Να! ειπε ως τυφλός. Κοιτα προς τα εκει, σημειωσε βιαστικα σ'ενα χαρτί κατι αφηρημένο, για να φυγει ξανα. Δεν ειχε και στομα να μιλησει μα καλογυμνασμενα ποδια για να τρεξει προς την αντιθετη κατευθυνση. Προφτασα να δω τους μηρους του σχηματισμένους πως υψώναν το αλλωκοτο κορμί του. Σκεφτηκα την μοιρα μου αν με σκεφτεται και αυτη οχι ετσι μα σαν αυτον. Μηπως πραγματικα ειμαι νεκρος; αλλα εφυγε. Ετσι τον διαβασα ακινητος, ειχα μάτια καθως απομακρυνοταν. Ζηγωσα διστακτικά μπας και θέλησω να τον προφτάσω μα εξαφανιστηκε ,η παρορμηση. Μεχρι που καταλαβα οτι δεν θα τον ξαναδω, τοτε μονο σταματησα.

Παρακληση. Μην αναζητειτε την λογικη των λέξεων στα σουπερ μαρκετ. Απλως γιατι ειναι μια συλλογη γραμματων πεταμένη στα ράφια. Τα γραμματα ειναι και αυτα ελευθερα σαν τους κατασκευαστές. Δεν ειναι σωστο να τα στιβαζεται σε καροτσακια με σκοπο να τα πάτε σπιτι σας. Αγαπαω στον κόσμο περισοτερο απο το Α, το Ω. Σε ακουμπάω Ω, για δες. Σε κλοτσάω μα μονο για να σε κατευθυνω. Χαιδευω τις καμπυλες σου με φρόνηση μέχρι και να σε πλάσω οπως θέλω. Μεθαω απ΄τις περιστροφές γυρω σου ,ζαλιζομαι οταν αποκτας σχημα. Σε γυρναω αναποδα και σε χαζευω για ωρες. Σε γεμίζω αλκοόλ και σε κρεμάω μαζι με την στολή πειρατή. Απόκριες οπου να΄ναι η γιορτη σας. Μου αρεσουν τα γραμματα οταν ειναι σκορπια. Μετα ερχεται το μέλλον, μετα η ευθυνη... ο πονος αν περιμενω την ανταμωση. 24 φορές εξαντληθηκα στην σκεψη οτι μπορω να μετρησω τον χρονο διαφορετικα. Υπεθεσα οτι αφου η μέρα εχει 24 ωρες και το αλφαβητο εξισου 24 γραμματα μπορω να κατασκευασω ενα ρολόι/μηχανη του χρόνου. Τι ώρα ειναι σημερα θα με ρωτουσες; Ειναι Β' παρα Ε' ακριβώς θα σου ελεγα. Ωρα να γυρισουμε στο παρελθον γιατι προπερσι στις Ζ' θα ηταν καλο να ξυπνησεις. Ολοι οι ανθρωποι οι κανονικοι ξυπνανε στις Ζ για να πανε στις δουλειες τους. Γυρνανε πισω τωρα ,οπως στο ζηταω εγω. Στις Ε' και ΣΤ' τρωνε το πρωινο τους. Στις Φ' περιμένουν στην σταση ενα λεωφορειο. Και τι ώρα κοιμούνται; Σιγουρα τα γραμματα πληγωνονται αν δεν τα βαλεις για υπνο οταν θα κοιμηθεις και εσυ. Αν τα κρατας με αγωνία στο στομα σου ενω δεν εισαι συλλεκτης. Και αν ξεχνιεσαι ενω εισαι βιαστικος για να φυγεις. Φυγε ρε. Το γραμμα Δ ομως θα ειναι η αρχη ενος Δρομου. Αφετηρια του εχει την πολη Α και απο εκει ξεκιναει το Αδιεξοδο. Κραταω σημειωσεις απο χόμπι και ζωγραφιζω οτι κινειται εστω για λιγο. Εναν ανθρωπο θορυβώδη που κολάει στα σκατά, μια μύγα γίγαντα που κραταει ενα τηλεκοντρόλ και μια ανθρωποσκοτωστρα. Γραφω απο κάτω στον πινακα "Απόβραδο Τετάρτης" και κατεβαινω στο παζάρι. Ειδα εναν ψαρα σημερα σε μια θαλλασα που κυνηγουσε τα ψαρια με ενα πιάτο. Λιγο πιο διπλα μια γιαγια ,ισως η μητερα του, αφοσιωμένη στις βελονες/πιρουνια επλεκε ενα τραπεζομαντυλο θαλασσι. Καποτε στο λιβαδι που προαναφερα ενας τυπος ταισε το δεντρο με φλουδες αβοκάντο και δεν μου είπε τον λόγο. Δεν ειναι αυτο που μου την δίνει στην φάση ταιζω το δεντρο με οτι να'ναι. Ολοι βιαζόμαστε να μεγαλώσουν όλα. Αυτος εχει την οψη του Α αρα για να τα παμε καλα θα του φαιρομαι σαν Α. Παπαριές. Αυτα καθημερινα τα ζωγραφίζω ,εντάξει. Αυτη η πολη με κουρασε ομως με τους μαλακες που δεν ξερω τι γραμμα ειναι. Παντα καποιος αγνωστος με ακολουθει με σκοπο ,μα δεν θελει να με φτασει. Τον νιωθω στα σοκακια που κρυβομαι ,τρυπωνει και αυτος για να σφυρίξει απο πισω μου εναν ουδέτερο σκοπο. Τάχατες νομίζει πως δεν τον ακουω πως τραγουδάει. Τι ακριβώς αποσυνθεμένε παριστάνεις; Ειναι ωραίο με το στόμα σου να συνθετεις, καλιτεχνης θα είσαι. Δεν γινεται ομως να κυνηγήσεις κατι που ειναι ακινητα καμουφλαρισμένο. Ειναι ανικητο ετσι οπως στεκει. Ζωγράφος ανεργος με ημιαπασχοληση. 21gr της Τετάρτης χειμώνα. Σταματώ την σκέψη για τώρα ,αλλα να ξες δεν θα πλυνω ακόμα το πινέλο.