.

Saturday, June 07, 2008

Φλάβια


Αποτομη σκεψη μεσα στην νυχτα. O ουρανος ήταν ροζ πίσω απο τα μαυρα σκεπάσματα. Το πρωτο ανάστατο τρεμουλιασμα των βλεφάρων και αμεσως μετα η εξακρίβωση. Καποιος υπάρχει εδώ ή οχι πιο μακρυα απο εκει που εκπνέει το φώς. Πεταγομαι απ'το κρεβατι ακολουθωντας αγάλια το δεος μου. Ξερω οτι καποιος με εξετάζει εξω απο το παραθυρο. Φυσικα και γινεται ετσι. Τα ματια μου, αυτα τα ομορφα και λαμπερά ειναι δυσκολο να τα κρυψω πισω απο τις κουρτινες, καθως δοκιμάζω να κερδίσω χρόνο απο τον τερματισμο της μνημης. Ματαιο... ξεκαθαρα θυμαμαι τον λογο που βρισκομαι εδω και όχι στο Σαν Κάρλος για υποβρύχιο ψάρεμα. Φασιστικό λογισμικο της ακριβειας ο εγκεφαλος. Ανθρωπος στο απέναντι παραθυρο ή δυο μάτια καρφωμένα στα ρολόγια παγώνουν τον χρονο. Νύχτα ακριβώς στην πολη οπου ενιοτε ξημερώνε. Σιωπή αναστελει τις σκεψεις λογικής, το ενστικτο καθορίζει τον φοβο οπως και σε μια χελώνα. Ξημερωνει θα πω και αυτος επιμενει να με φροντίζει δεινά με το βλέμα του λες και γνωρίζει πως η νυχτα θα παραμεινει αιώνια. Πριν λιγο μεσανυχτα ήταν και συνηθιζε να εξηπηρετεί αυτους που χάθηκαν μεσα της, απο εκει ξετρύπωσε και αυτος. Πρεπει να δράσω, ισως μια αποφαση αστραπιαία να τον στειλει απο εκει που ηρθε. Βήχω, ξεροβήχω κρυμμένος, πνιγω το στόμα μου στις παλαμες, πασχιζω να μεινω σιωπηλος και να υπομένω την κρίση. Ανθρωπος μεσα στην νύχτα επιτηρεί οτι είμαι εγώ. Και αν ειναι οπλισμένος, αυτο σημαινει πως σε λίγο θα ειμαι νεκρος; Θυμαμαι ολους αυτους που πεθάναν και μου κόβεται η ανάσα. Μα ναι! ξερω τι θα κανω. Θα αναζητησω το τουφέκι στο διπλανο δωματιο και θα βαρεσω στον αερα τρεις φορές, προειδοποιητικα. Αν τίποτα δεν αλλαξει τοτε κάτι αλλο θα επινοήσω, τουλάχιστον θα εχω κερδισει λιγο χρόνο. Ο χρόνος ομως, εξακολουθεί να υπάρχει στα όνειρα; Τι απο ολα αυτα με ορίζει ορθά και εγω λοιπον οφειλω να αναγνωρίσω; Και αν ειμαι νυχτοβάτης οπου όρθιος εξακολουθώ να ονειρευομαι;

Μετραω βιαστικα τα βηματα μέχρι να φτάσω το συρτάρι μα δεν ειναι πιο πολλά απο δυόμιση και μια περιστροφή πανικού που παραλίγο να με οδηγήσει στην πτώση. Ξανα, πισω απο την κουρτίνα, αφουγκράζομαι ταραγμένα το συρσιμο πανω στο σαπισμένο κουρτινοξυλο. Συντονο αυτο και η παρατεταμενη ανασα μου δεν λένε να ησυχασουν. Τα νυχια μου γατζωμένα σαν γατί που επιχειρείς παρα την θεληση του να τραβήξεις απο τον καναπέ, πότε χαράζουν τους τοιχους και αλλωτε ξεσχίζουν με ακριβεια την κουρτίνα. Συλλογιζομαι πως ολα θα ειναι ενας φρικτος εφιαλτης, ειμαι ενα σώμα που ανοικει τις νυχτες στο κρεβάτι και αν γυρισω υποσχομαι να μην το τιμωρησω που με παρέλειψε. Μα πως ομως θα το καταφέρω; Δεν μπορώ να διαφύγω απο το παραθυρι μεχρι να καταλαβω τι εχει συμβει. Συμφορα ο ρεαλισμός και ο σουρεαλιστικος υπνος μετα απο μεθυσι σε ξένο σπιτι. Πρεπει να παρω μια αποφαση γρήγορη οπως και τοσο τακτικα αναγραφεται στα άρλεκιν το "Σ'άγαπώ. Αυτο να ξερεις θα γίνεται για πάντα". Τριβω τα ματια μου σε ενα γυάλινο προσωπο, τα κατευθυνω σε κατι δολοφονικό οπως ενα μαξιλάρι, επιχειρώ μεσα σε αυτο να εξημερώσω τον τρόμο. Ειμαι εγω ρητά κουρασμενος, μα αναγνωρίζω αυτον που βλέπω, οπως και αυτος κανει το ιδιο καλα και με πιο υπουλη προθεση. Εξερευνώ το δωμάτιο στην σκέψη οτι κάποιο αντικείμενο μπορεί να μου φανεί χρησιμο. Στα δεξια μου ενα χαρτί τσαλακωμένο, αναπαυεται κατω απ΄το κρεβάτι, διπλα του ενας στυλός οπου θαρρώ πως λίγες ωρες πριν κάποιος με την άμορφη μάζα ομορφιάς έγραψε: "Φευγω εραστή όπως έκανα και χθες. Η ερωμένη σου για σήμερα" ,εκδοχή της μοναξιάς επειτα απο ανούσια συνουσια. Αγγίζω τον στυλό, θα ήθελα να είναι ενα ραβδί που θα με μεταμορφώσει σε πρίγκηπα, ετσι σίγουρα θα υπάρχει καπου εδώ κοντα ο στρατός μου. Επίθεση απο την πραγματικότητα, ειμαι εγω αυτος που είμαι μοναχός και ευαλωτος. Θολωμενος γραφω για εμένα τις επομενες λεξεις οπως και καθορίζω δολοφονημενα στις προτάσεις. Δεν αναγνωριζω τον λογο να αναφερω κατι για αυτον που με σκοτωνει μα το έκανα ήδη, ετσι του δίνω το προσωνύμιο: "Εγώ". Συγγραφέας οταν η δείλια, σκαρφιζεται μυθιστορήματα πονηρά. Με ξερει αραγε, αυτος που με κατασκευασε μόνο και μόνο για να θυσιαστώ;.Γνωριζε απο πριν τι ανθρωπος ειμαι, αφου ξυπνήσω σε ξένο κρεβάτι; Σιγουρα ξημερωνει και ο Εγώ με νομίζει εξαντλημένο, μπορω να διαβάσω την σκεψη του ως θυρευτη, ειναι πρωι και αυτο γινεται. Οπου να'ναι θα επιτεθεί. Ομως πραγματικα, θα διαπιστωσει οτι κοιμαμαι αταραχος, αρα υπαρχει εστω και η παραμικρή πιθανοτητα να πιστεψω οτι σοβαρολογει σαν εισβαλλει οπλισμένος στο δωματιο;

Ο Εγώ ακομα το ιδιο κανει και σιγουρος, τρομακτικος και τιποτα παραπανω. Κοιταει μεσα απο τα ματια μου λες και ειμαι εγω η αφορμή. Ναι, τρομαζω αν σας ενδιαφερει εστω και λιγο απο την ζωη σας. Ουτε θυμαμαι πως βρέθηκα σε αυτο το δωματιο, πραγματικά δεν αναγνωρίζω τιποτα δικό μου, εκτος απο την γυμνή βαμβακερή εκδοχή μου, τσαλακωμένη στην καρέκλα. Κανω μερικα βηματα ξοπίσω μήπως και φτάσω την πόρτα της εισοδου. Τουλάχιστον να φορέσω τις κάλτσες μου, ενα παντελόνι που θα με κρατήσει για λίγο ζεστό. Δεν φράζω τελειως το παραθυρο, ουτε τραβαω τις κουρτινες, αφηνω μια πιθανότητα αρπαγής γιατι θελω να μαθω τι θα απογινει ο τρομος μου. Θα φωνάξω μα όχι εγώ. Η κραυγη μου σκαλώνει στον φάρυγγα, δεν υπάρχει εξηγηση ομως αυτο γινεται τώρα που διαπιστώνω οτι η πόρτα ειναι μισανοιχτή και διχως το κλειδί. Ακουω εναν θορυβο απο την αλλη μερια του δωματιου, πρεπει να φτασω στο παραθυρο μα τα βηματα μου είναι βαριά σαν τις λάσπες, οπως και στα ονειρα που δεν μπορεις να αποδράσεις. Το διαζωμα αδειο και ιδιο διακρινεται απο εκει πάνω που καρτερώ. Μπορω να δω μόνο τον Εγώ σε ενα απ'τα σπιτια μα όχι να τα μετρησω όλα γιατι οδηγώ αλλου τις σκεψεις μου, ή η αρρυθμία στους κτύπους της καρδιάς μου απαλείφει τις αισθήσεις. Σιγουρα δεν υπνοβατώ, ξεχωρίζω εστω και θαμπά το σαστισμένο μου είδωλο στο τζάμι. Παγιδευμένο εκεί και γυμνό, για ώρες εκλιπαρεί να σωθεί. Το ακουμπάω προσεκτικα με τα δαχτυλα, δεν θέλω να το μετατρέψω σε αμετρητα κομμάτια γυαλιού. Αθορυβα παρατηρω οτι με παρατηρει απο εξω, θέλωντας να με προστατέψω απ' οτι δεν πρέπει να δω. Ολοι κοιμουνται ασφαλεις απο οτι καταλαβα, κανείς δεν έκανε τίποτα κακό χθες, όπως εδώ. Κοιτάζω αλλου οπου ο τρομακτικος Εγώ δεν εχει αφαιρεσει το βλεμα του απο πανω μου. Ετσι κανει σαν να με ψαχνει μονο και που κουνησα μια σπιθαμη την κουρτινα, ακομα και αυτο τον προσταζει περισσοτερο βιαια να με παρατηρει. Σε καμοια περιπτωση δεν μπορω να σκεφτώ οτι υπάρχει η δυνατότητα να μάθω που εχω αφησει το κλειδι της εισόδου. Δεν ειμαι ασφαλής ως ανθρωπος που περιμένει την λυτρωση, οχι περισοτερο απο ενα ψάρι σε τρυπια γυάλα που σαν σταγονες απο αιμα χάνει μεθοδικά το νερο. Ανθρωπος το τοποθετησε πάνω σε αναμένο μάτι κουζίνας και στο τηγάνι να κοχλάζει το λάδι, τώρα θα στρώνει το τραπέζι. Μα γιατι τα σκέφτομαι ολα αυτα; Με κάνουν και νιώθω πιο κοντά στην απογνωση. Δεν πρεπει να τρομαζω, οχι δεν υπαρχει λογος να το κανω αυτο, ηλικιωμένο βρέφος στα 30 μου. Και περηφανος για τους φόβους μου, ποτε δεν νικηθηκα απ'οτι και αν μου υπεδειξαν τα γεγονοτα. Ξερω οτι δεν ειμαι δειλος, αληθεια σας εξηγω, το εχω συνηθησει να με ακολουθουν και παρα, για κατι δικο τους που λησμονηθηκε. Μου αξίζει καλυτερη τυχη απο αυτον τον θάνατο. Ειμαι ενας λαμπρος νέος κι ερχονται οι μερες που θα αναγνωριστω. Σιγουρα και αυτος θα ειναι καποιος θαυμαστης της ομορφιάς μου. Καποιο εκλεκτο ειδος που σωστα δεν αξιολογησα και τωρα θελει να με εκδικηθει. Ομως γιατι ετσι στο χάραμα που κάποιος πρεπει να παραμεινει κατω απ'τα σκεπασματα; Αν μπορουσε λιγο να περιμενει, ισως να το θελα και εγω να παιξουμε το παιχνιδι του. Λογαριαζω να βγω στο μπαλκονι τάχατες ανυποψιαστος, με μια εφημερίδα και τοτε ισως να με εγκαταλείψει. Χωρις κλειδια, σαφώς τα έχασα, μονο με την ρόμπα μου, διχως το εισητηριο της επιστροφης στην τσέπη, τοτε θα σταματησει να με παρατηρει; Όσο τολμηρό και αν ακουγεται, θα τραβήξω αυτον τον δρόμο απο δίπλα του και θα του ανακοινώσω με σιγουρια πως βαρέθηκα. Θα του πω σαν να μην εχει συμβει τιποτα :"Τώρα Εγω... να ξέρεις πως εγώ φευγω. Καλο θα είναι να με ξεχάσεις." και θα συνεχισω να περπατω σφυριζοντας αφηρημένα εναν σκοπό απο Στράους. Αδύνατον. Φοραει ακομα αυτα τα αψυχα ματια, του μελοθάνατου που αδημονεί ποιον θα πάρει συντροφια μεχρι τον Άδη. Αυτος, οπως και εγώ, θα έχουμε την πιο ασχημη καταληξη.

1 Comments:

Blogger Duchamp said...

παραφράζοντας:"Οι μέρες τις ευτυχίας σου, είναι μετρημένες"
κανένας, τίποτα και κανένας, δεν βρίσκεται πραγματικά εδώ.
Καθώς το βλέμμα, εγκλωβίζει τη σκιά της ανυπόστατης συνείδησης σου, συγκρούεται βίαια με ένα Εγώ που ολισθαίνει στην ευθεία της επίγνωσης, έρμαιο της ματαιοδοξίας των επτά παρά τέταρτο, ξεστρώνεις το κρεβάτι σου για να τυλιχτείς στα σκεπάσματα ενός ηλεκτρονικού μονολόγου, ενώ έξω, η νύχτα στριμώχνει την απερχόμενη μέρα σε δοχεία παραίτησης.
Η μοναξιά έχει χέρια, όπως το στάρι κοιμάται στο ψωμί.

June 13, 2008 at 7:10 PM  

Post a Comment

<< Home