.

Friday, January 20, 2017

Beeee - έλllα- ίδια κάτω απο μια Βελανιδιάaa


Βελανίδιααα. Συμβαίνει όταν δεν υπάρχει ορισμός καμίας λέξης, όταν πραγματικά δεν βγαίνει νόημα, προερχόμενη απο 11 γράματα / ώρες αδιάκοπης σκέψης. Όταν δεν έχεις κάτι να πεις και ξαναγυρνάς εκεί να σε αγκαλιάσει το δέντρο. Έρχεται απο μόνο του, είσαι ήδη ξαπλωμένος στο γρασίδι έξω απο ένα μαντρί, μέσα που έχει πρόβατα και ακατάπαυστα βελάζουν. Παραδέχεσαι ,  πως όλα αυτά δεν ειναι ίδια με οτι υπήρχε πριν, θα ψάξεις τον βοσκό ως υπεύθυνο αυτης της παρεξήγησης και για να συμβεί αυτό, πρέπει μόνο να τον συναντήσεις .
Οχι πολύ μακρυά, κρυμμένο ανάμεσα στις φυλλωσιές βρίσκεται το καλύβι του. Βαζίζεις αγάλια μέχρι και που φτάνεις σε ένα ξύλινο φράκτη. Ανοίγεις μια αυτοσχέδια πόρτα φτιαγμένη απο σαπισμένα μαδέρια που η μόνη της ασφάλεια είναι μια διχάλα τυλιγμένη σε μια λυγισμένη πρόκα 50 χιλιοστών. Ανάμεσα στις τρύπες από το σαράκι είναι κολημένα σαλλιγγάρια που κάποια απο αυτά έχουν κάνει σπιτικό. Δεν υπάρχει ταμπέλα ή κάποια υπόδειξη  παρα μόνο ο απόηχος απο τα μπεεε! μπλεγμένα σε ενα βαθύ καταγάλανο μπλέ του ουρανού. Τυλίγεις ξανά, το αυτοσχέδιο κλείδωμα της πύλης απο σεβασμό και συνεχίζεις, να φτάσεις στο καλύβι. Βαδίζεις σ’ένα σχεδόν άπατο, βρεγμένο μονοπάτι επι ώρες. Τριγυρισμένο απο ακανόνιστες πέτρες που σκέφτεσαι αν στοιχειώναν όπως παλιά έναν δρόμο, ξεχωρίζουν αμυδρά οι χαραγμές απο ρόδες που κάποτε ατάραχα κάτι γεμάτο ζωή θα έσερνε ένα κάρο μαζί με τον αφέντη του. Γεμίζουν τα ξυπόλητα πόδια σου με λάσπες, σαν να έρχεται η βροχή ανεξήγητα μέσα απο το χώμα, και προχωράς.
Μολονότι είσαι σε ξέφωτο , αγκαλιασμένο απο τις ήμερες βελανιδιές, η αίσθηση του καπνού ανακατεύεται σε ένα ελαφρί αεράκι που μπλέκεται με τις μυρωδιές προερχόμενες απο το καλύβι. Λησμονείς πράγματα απο το παρελθόν αλλα δεν σταματάς να τα επεξεργαστείς. Επιβραδύνεις λίγο μόνο απο την πείνα, ενώ ήδη πρίν φρόντισες να ξοδέψεις οτι σου είχε απομείνει σε μια απο τις ολιγόριθμες στάσεις σου. Αφαιρείς τα κολημένα κομμάτια λάσπης της σάρκας σου, μαλακό κάποτε χώμα, ξεραμένο τώρα σαπίζει στα πόδια σου και συνεχίζεις τον κατήφορο, περισσότερο ελαφρύς.
Σουρουπώνει τώρα. Ίσως να είναι ήδη αργά και θα'πρεπε να πάρεις τον δρόμο της επιστροφής. Υπάρχει μια έντονη σκέψη που καταλήγει σε συμβιβασμό και γι'αυτο συνεχίζεις, σέρνεις απο πίσω σου ότι εχει απομείνει στις αργοπορημένες πατημασιές σαν τα σαλιγκάρια, μέχρι που καταλήγεις σε μια πόρτα που θυμίζει επιτέλους το σπίτι. Σίγουρα πίσω απο αυτήν θα περιμένει ένα στρωμένο κρεβάτι και μια εξήγηση για όλα απο έναν άνθρωπο που θα προσφέρει κρασί, μα ολόγυρα της περιβάλεται απο διάφανους τοίχους φτιαγμένους περίτεχνα απο λεπτό γυαλί που δεν μπορούσες απο απόσταση να ξεχωρίσεις.
Πλεγμένοι απο αιωνόβιους κισούς που μέσα τους κρύβουν οι σκίουροι τα βελανίδια και ίσως όλες τις απαντήσεις , δεν υπάρχει κάτι που να φανερώνει την ύπαρξη ζωής όπως την φαντάστηκες. Είναι φανερό οτι ακόμα και αν αποφασίσεις να επιστρέψεις τίποτα δεν θα είναι ίδιο. Ξεχωρίζεις πίσω σου τον έρχομο μιας θύελλας κοιτώντας τον ουρανό, που σίγουρα θα έχει εξαφανίσει κάθε σημάδι. Τα πόδια σου βυθίζονται γρήγορα και το έδαφος παρεκκλίνει απο την γή .  Όλα έχουν απλωθεί σε μια στρώση παχιάς λάσπης μα φυσικά, και γιατί οχι τώρα που μιλάμε για τα όμορφα ζώα, μια καμήλα σε κοιτάει έξω απο αυτόν τον βούρκο φορτωμένη με τρόφιμα και λιχουδιές.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home