Δύο όψεις καλοσύνης.
Ητανε δυο φιλες συμφιλιωμενες πολυ μεταξυ τους μα απολυτα διαφορετικες.
Η πρωτη απο τις δυο ηταν αθεραπευτα ρομαντική και καλόψυχη. Η εγννοια της ήταν πάντα στο καλο. Γλυκυτατη και τρυφερη δεν χορταινες να ακους πως μιλάει. Η ψυχη της θα 'ταν σιγουρα άγια ,συνάμα φρόντιζε γι'αυτο ,ήταν βαθια θρησκευομενη. Δεν περνουσαν ποτε απ'το μυαλο της ανηθικες σκεψεις ,τους συνανθρωπους της τους αγαπουσε περισσοτερο απο την ίδια θαρρω. Τους τιμουσε με οτι είχε και ας μην μέναν αρκετα για την ιδια. Η οικία της πραγματικο στολίδι θυμιζε παλάτι ,είχε πάντα τις πόρτες διαπλατα ανοιχτες να διαβείς αν θελήσεις. Και τα σκαλοπάτια στρωμένα με ροδοπέταλα ευωδιάζαν μυρωδιές ευτυχίας. Ενα θα της ζητούσες ,δεκα θα σου εδινε και θα σε ξεπροβόδιζε με χαμογελο ως την πόρτα. Να μην αφήσει καν την υποψία οτι οφειλεις καποτε και εσυ με την σειρα σου να επιστρέψεις το χρέος. Αν την πληγωνες δεν θα ενιωθε τον πονο, θα έσκυβε μοναχα απο πανω σου ν'ακουσει με προσοχη τον λογο που λυγισες και μαζι να τον ξεπεράστε. Ητανε τοσο καλη που δεν υπηρχε αμφιβολία. Τόσο αγαθη που δεν χωρούσε υπόνοια να σκεφτει κανεις απο μας το αντιθετο.
Η δευτερη φιλη ηταν ανθρωπος μοχθηρός. Δεν εκτιμουσε τιποτα στην καλοσυνη της πρωτης. Ολοι το γνωριζαν. 'Ηταν αλλόθρησκη και σιγουρα επικίνδυνη ,έτσι που παρατούσε τον εαυτο της. Στο μυαλό της τριγυριζαν σκεψεις πονηρές , ο κοσμος ολος περιστρεφόταν γύρω απ'το πανουργο της εγω. Η συμπεριφορά της ήταν το λιγότερο ατιμη ,σε πλησίαζε να σου πει καλημέρα και σώπαινες απ'τον τρόμο. Ζηλευε σε μεγάλο βαθμο την φίλη της και μισούσε ολους αυτους που αναγνώριζαν τον αθωο χαρακτηρα της. Ηταν τοσο κακια που θα πρεπε να περιμενεις τα παντα απο αυτην. Ποτε ομως το καλο. Ζουσε μονη και παντα εις βαρος των αλλων σε μια ρημαγμένη παράγκα. Δεν ειχε αποκτήσει τιποτα δικο της ,ολα μεσ΄την ζωη της ηταν ξενα. Απο μικρη ειχε φροντισει να καλλιεργεί την φυμη του πανουργου ανθρωπου. Ισως και να το ηξερε με τα χρόνια μα δεν την ένοιαζε. Στιγμές στεναχωριοταν και αυτη μα εβρισκε πάντα τροπο να το ξεπερασει καταφευγοντας με δολο στην φιλη της. Η πρωτη παντα την καλοδεχόταν με ανοικτές αγκάλες και ως ταπεινη ακροατρια την κρατουσε συντροφιά μεχρι και να ξεχαστεί.
Καποια μερα η φίλη της όσο καλη και αν ήταν την πρόδωσε.
Η δευτερη το εμαθε, λιγες ώρες έπειτα. Ανάστατη και σιγουρα αγριεμένη απαίτησε να βρεθούν. Η καλη φιλη μετανιωμενη για την πραξη της ηταν έτοιμη να ζητησει συγχωρεση, να πέσει στα γόνατα ξερωντας πως εφταιξε και η ενεργεια της δεν αρμοζε σε εναν καλο ανθρωπο ,οπως πάντοτε συνήθισε να ειναι. Οσο κακια και αν ηταν η φιλη της ,δεν επρεπε να την προδωσει. Ετσι δεχθηκε να την συναντησει το ιδιο απογευμα προσμένοντας την δικαιολογημένη κρίση. Βέβαιη πως οτι και αν της καταλογίσει δεν θα το αντικρούσει σε καμία περίπτωση.
Βρεθηκαν λοιπον και σταθηκαν για ώρα αμιλητες. Η προδωμένη φίλη αν και κακια θα έλεγες πως φαινόταν γαλήνια σαν αγγελος. Η καλη ,αντιθέτως, πνιγμένη μεσ'την αμηχανία και τον φόβο θυμιζε περισσότερο ανάξια της πρώτης. Κάποια στιγμη η κακια την πλησίασε και της είπε:
- Δεν μπορω να δεχθώ οτι εσυ καλη μου φιλη με προδωσες. Εσυ δεν εχεις κανει ποτε κακο σε κανεναν. Απο μενα θα το καταλαβαινα ... αλλα εσυ; Τι στο καλό σκεφτοσουν;
Η φιλη με την άγνη ψυχή φανερά μετανιωμένη αποκρίθηκε με δακρυα στα ματια :
- Εχεις δικιο σε οτι και αν πεις. Οτι μου ζητησεις λοιπόν τωρα, σου δινω τον λογο μου πως θα γινει. Αρκει να με συγχωρέσεις. Δεν θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω με αυτο το βαρος μέσα μου.
Και η κακια φιλη αφου σκεφτηκε αρκετη ωρα πως θα την τιμωρησει αποφάνθηκε με σιγουριά:
- Οχι ,δεν θα σε συγχωρέσω ,αυτο δεν μπορώ να το κάνω. Ομως δεν θελω το κακό σου. Να σε ευχαριστήσω μονο. Καταλαβα έστω αργα οτι αφου και εσυ με προδωσες, εσυ που είσαι τοσο καλοψυχη οπως λένε ολοι, δεν μου αξιζει να ζω. Ειμαι ομολογουμένως ενας κακος ανθρωπος ,τωρα πλεον το ξερω. Εσυ μοναχα συνεχισε τον βίο σου στην καλοσυνη και εμενα να με αφησεις στην έχθρα μου.
Η πρωτη απο τις δυο ηταν αθεραπευτα ρομαντική και καλόψυχη. Η εγννοια της ήταν πάντα στο καλο. Γλυκυτατη και τρυφερη δεν χορταινες να ακους πως μιλάει. Η ψυχη της θα 'ταν σιγουρα άγια ,συνάμα φρόντιζε γι'αυτο ,ήταν βαθια θρησκευομενη. Δεν περνουσαν ποτε απ'το μυαλο της ανηθικες σκεψεις ,τους συνανθρωπους της τους αγαπουσε περισσοτερο απο την ίδια θαρρω. Τους τιμουσε με οτι είχε και ας μην μέναν αρκετα για την ιδια. Η οικία της πραγματικο στολίδι θυμιζε παλάτι ,είχε πάντα τις πόρτες διαπλατα ανοιχτες να διαβείς αν θελήσεις. Και τα σκαλοπάτια στρωμένα με ροδοπέταλα ευωδιάζαν μυρωδιές ευτυχίας. Ενα θα της ζητούσες ,δεκα θα σου εδινε και θα σε ξεπροβόδιζε με χαμογελο ως την πόρτα. Να μην αφήσει καν την υποψία οτι οφειλεις καποτε και εσυ με την σειρα σου να επιστρέψεις το χρέος. Αν την πληγωνες δεν θα ενιωθε τον πονο, θα έσκυβε μοναχα απο πανω σου ν'ακουσει με προσοχη τον λογο που λυγισες και μαζι να τον ξεπεράστε. Ητανε τοσο καλη που δεν υπηρχε αμφιβολία. Τόσο αγαθη που δεν χωρούσε υπόνοια να σκεφτει κανεις απο μας το αντιθετο.
Η δευτερη φιλη ηταν ανθρωπος μοχθηρός. Δεν εκτιμουσε τιποτα στην καλοσυνη της πρωτης. Ολοι το γνωριζαν. 'Ηταν αλλόθρησκη και σιγουρα επικίνδυνη ,έτσι που παρατούσε τον εαυτο της. Στο μυαλό της τριγυριζαν σκεψεις πονηρές , ο κοσμος ολος περιστρεφόταν γύρω απ'το πανουργο της εγω. Η συμπεριφορά της ήταν το λιγότερο ατιμη ,σε πλησίαζε να σου πει καλημέρα και σώπαινες απ'τον τρόμο. Ζηλευε σε μεγάλο βαθμο την φίλη της και μισούσε ολους αυτους που αναγνώριζαν τον αθωο χαρακτηρα της. Ηταν τοσο κακια που θα πρεπε να περιμενεις τα παντα απο αυτην. Ποτε ομως το καλο. Ζουσε μονη και παντα εις βαρος των αλλων σε μια ρημαγμένη παράγκα. Δεν ειχε αποκτήσει τιποτα δικο της ,ολα μεσ΄την ζωη της ηταν ξενα. Απο μικρη ειχε φροντισει να καλλιεργεί την φυμη του πανουργου ανθρωπου. Ισως και να το ηξερε με τα χρόνια μα δεν την ένοιαζε. Στιγμές στεναχωριοταν και αυτη μα εβρισκε πάντα τροπο να το ξεπερασει καταφευγοντας με δολο στην φιλη της. Η πρωτη παντα την καλοδεχόταν με ανοικτές αγκάλες και ως ταπεινη ακροατρια την κρατουσε συντροφιά μεχρι και να ξεχαστεί.
Καποια μερα η φίλη της όσο καλη και αν ήταν την πρόδωσε.
Η δευτερη το εμαθε, λιγες ώρες έπειτα. Ανάστατη και σιγουρα αγριεμένη απαίτησε να βρεθούν. Η καλη φιλη μετανιωμενη για την πραξη της ηταν έτοιμη να ζητησει συγχωρεση, να πέσει στα γόνατα ξερωντας πως εφταιξε και η ενεργεια της δεν αρμοζε σε εναν καλο ανθρωπο ,οπως πάντοτε συνήθισε να ειναι. Οσο κακια και αν ηταν η φιλη της ,δεν επρεπε να την προδωσει. Ετσι δεχθηκε να την συναντησει το ιδιο απογευμα προσμένοντας την δικαιολογημένη κρίση. Βέβαιη πως οτι και αν της καταλογίσει δεν θα το αντικρούσει σε καμία περίπτωση.
Βρεθηκαν λοιπον και σταθηκαν για ώρα αμιλητες. Η προδωμένη φίλη αν και κακια θα έλεγες πως φαινόταν γαλήνια σαν αγγελος. Η καλη ,αντιθέτως, πνιγμένη μεσ'την αμηχανία και τον φόβο θυμιζε περισσότερο ανάξια της πρώτης. Κάποια στιγμη η κακια την πλησίασε και της είπε:
- Δεν μπορω να δεχθώ οτι εσυ καλη μου φιλη με προδωσες. Εσυ δεν εχεις κανει ποτε κακο σε κανεναν. Απο μενα θα το καταλαβαινα ... αλλα εσυ; Τι στο καλό σκεφτοσουν;
Η φιλη με την άγνη ψυχή φανερά μετανιωμένη αποκρίθηκε με δακρυα στα ματια :
- Εχεις δικιο σε οτι και αν πεις. Οτι μου ζητησεις λοιπόν τωρα, σου δινω τον λογο μου πως θα γινει. Αρκει να με συγχωρέσεις. Δεν θα μπορέσω να συνεχίσω να ζω με αυτο το βαρος μέσα μου.
Και η κακια φιλη αφου σκεφτηκε αρκετη ωρα πως θα την τιμωρησει αποφάνθηκε με σιγουριά:
- Οχι ,δεν θα σε συγχωρέσω ,αυτο δεν μπορώ να το κάνω. Ομως δεν θελω το κακό σου. Να σε ευχαριστήσω μονο. Καταλαβα έστω αργα οτι αφου και εσυ με προδωσες, εσυ που είσαι τοσο καλοψυχη οπως λένε ολοι, δεν μου αξιζει να ζω. Ειμαι ομολογουμένως ενας κακος ανθρωπος ,τωρα πλεον το ξερω. Εσυ μοναχα συνεχισε τον βίο σου στην καλοσυνη και εμενα να με αφησεις στην έχθρα μου.