.

Sunday, September 30, 2007

ΓνώσΗ/ Άγνοια



Σήμερα επισκέπτηκα εναν πνευματιστή με σκοπο να μάθω όλες τις απαντήσεις.
Έπειτα απο κάμποσα λεπτά σιωπής στο τραπέζι του , αποφάνθηκε:
"Λοιπόν ... τι θέλεις ακριβώς να ξέρεις;"
Κι' εγώ απάντησα ενοχλημένος: "Αν ήξερα ,δεν θα ερχόμουν σε εσένα να μάθω!"
Στο κατώφλι της πόρτας όντας έτοιμος να φύγω με πρόλαβε μια δεύτερη ερώτηση:
"Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις γιατι φεύγεις και εξ' αρχής τον λόγο που ήρθες;"
Λόγο δεν γνώριζα μα τούτο σίγουρος ένιωσα πως το΄ξερα κι' ετσι είπα:
"Δεν μπορώ να απαντώ άλλο στις ερωτήσεις σου. Εγω, όπως όφειλες να ξέρεις... δεν ξέρω τίποτα."

Friday, September 28, 2007

...?





... ;

Sunday, September 23, 2007

17½ gr.



Εσυ εισαι νεκρη.
Ολοκληρωτικά εσυ.
Οχι όμορφη
οπως τοτε ,
οχι πρόθυμη σαν χθες.
Εισαι ομως εσυ.

Δέκα δάκτυλα.
Δεκαεπτάμιση γραμμάρια αίμα.
Κραυγή στο ψευτικο το στόμα.
Συντροφιά πλασμένη απο πηλό.

Εγω ειμαι νεκρος.
Οτι κατάλαβες για 'μενα.
Ο ψεύτης
που βγηκε αληθινος,
ο "ίσως"
που εγινε "σαφώς"
Ειμαι εγω νεκρός.

Λιγοτερα δαχτυλα.
Καθόλου αιμα.
Μοναξιά που σέρνεται στο χωμα.
Σκιάχτρο με ψάθινο μυαλό.


Αυτοι ημασταν.
φλόγα αγέραστη πίσω απ' τον καπνο.
Ανάσα σύντονη πριν απο πνιγμό.
Ημασταν εμείς.

Δέκα δακτυλα.
Δεκαεπτάμιση γραμμάρια αίμα.

Saturday, September 15, 2007

Η ενοχή



Σήμερα αναγνώστες μου ,μου ζητήθηκε το εξής παράδοξο. Να σκεφτω οτι σημερα δεν μου ζητηθηκε τιποτα και ετσι θα πεθανει ενας σας. Να μην ασχοληθώ περαιτέρω με αυτο ,απλως να φροντισω να ειμαι ο εαυτος μου. Ετσι αυτος που δεν θα μαθω ποτέ ποιος ειναι θα πεθανει. Σήμερα μου ζητηθηκε κατι παραδοξο. Σημερα εγω ,εγω σημερα θα προσπαθησω να σας εξηγησω τον λόγο που κάποιος απο εσάς πρεπει να πεθανει.

Πάντα ηθελα να σκοτωσω κάποιον καθ' αυτον τον τροπο. Με την αγνοια μου. Να κατανοώ οτι καποιος θα πεθανει διχως να ξερω εντουτοις αν εφταιξα ,τι προηγήθηκε, αν θα με προσκαλεσουν στην κηδεια του. Και αν το κοριτσακι που θα τραγουδησει τον επιτύμβιο θα γινει ερωμενη μου σε καμποσα χρονια. Οταν βγάλει δόντια και ειναι ετοιμη να φάει τα καλυτερα χρόνια της απο περιεργια πλαγιάζωντας πλάι μου. Μαυρο κουστουμι θα φοράω αν προφτάσω. Και απλως θα στεκομαι πανω απ'τον νεκρο σωμα σαν ξενο πνευμα. Την γατα την σκοτωσε η περιεργια. Εγω δεν σταθηκα σήμερα περιεργος. Αρα θα μεινω ζωντανος. Απ'οτι φαινεται.

Αυτος που μου το πρότεινε επέμενε εντατικά σε αυτο. Γκριζομαλης γέροντας στο σωμα ενος παιδιου φανερωθηκε μπροστα μου σήμερα απο το πουθενα. Ψηλος απο μακρυα μα οσο πλησιαζε έμοιαζε με νάνο. Και με βυζια γυναικεία που οι ρόγες ήταν φαγωμένες. Με κρικους σκουλαρίκια γεματα σκουρια ,ξεκαθαρη αποδειξη της εγκαταλειψης στο κορμι του. Απο τις τρυπιες ρόγες ξεχυνονταν αιμα στιφρο που δάκρυα αλμυρά το ξεβγαζαν στον οφαλο. Ο οφαλος πορφυρός και βαθυς ,παραθέριζαν εκει: ο αντιχειρας ,ο δεικτης και η απογοητευση. Στα πλευρά ειχε τατουαζ που ανέγραφε: «Εδω δεν ζει κανεις που μπορεί να ζήσει. Συνήθιζε καποιος να ακροβατει στα στηθη μου μα παραμορφωση έπειτα και εξαφάνιση . Ο ποντικός εραστής. Ο περιεργος γατος που αυτοκτονησε (δεν προφτασε να γατζωθει). Ο αναισθητος αισθητικος αφεντης που κανει μανικιουρ σε αυτον τον γατο. Ο υπαίτιος της οργής να γράψω σαν χθές. Το "ξες", ο φταιχτης και ο εφευρετης που μαζευουνε χωμα. Η χωματερη ,το λαθος ,ο νεκρος τίποτας και ο νεκροθαφτης που σκάβει τάφους με τα χερια .»

Αυτος σταθηκε μπροστα μου και αφου μου εκοψε τον δρομο ομολόγησε :
«Σου φερνω νεα ,ακουσε με προσεκτικα ξένε. Σε αφορουν οπως και να'χει. »

Περασαμε ωρες μαζι με αυτόν. Χάμου καθησα να τον ακουσω. Οκλαδόν σταθμευσαμε λίγο έξω απ΄την οικεία μου. Μα ηταν ενοχλητικος. Στιγμες μου περνουσε απο το μυαλο πως μπορω να τον προσπερασω αν κανω καποιον ελιγμο. Καθως τον ακουγα έκπληκτος. Δεν τον αντεχα περισσοτερο απο οσο μπορω να ανεχτω την δυσπιστία μου οτι τα ονόματα αρχίζουν απο γραμματα και οχι αριθμους. Μου λειπαν η πέντε ,η έξι και η τρία. Ητανε βαρετος και δεν ελεγε τιποτα ξεκαθαρο σαν ολα αυτα τα σημαντικα που συλλογιστικα. Ξεδίπλωσα τα πόδια μου και έκαμα να σηκωθώ. Μα προεβλεπε καθε μου κινηση .Ακομα και οταν επιδιωκα να τρυπωσω κατω απο τα ποδια του τα εφραζε με σβελταδα. Ουτε οταν σφηνωσα μεσ΄το μυαλο του και χάρισα την έγνοια «Λιποθύμα δυστηχε» σταθηκε δυνατον να δραπετευσω. Δεν μ'αφησε και σιγουρα καταληγουμε πως δεν μου ελεγε τιποτα το ανασταλτικο . Αν πρεπει να φτάσουμε καπου ή μπορω να φυγω. Οχι αληθεια με γεγονός που βγαζει νοημα. Οχι αυτο που οταν το ακους αναφωνεις απο θαυμασμο Ω! ορθώνεις τον βραχίονα και προσθετεις: «Ααα να σου πω ομως, ακου και τουτο που μου συνεβη ψές καλέ μου φίλε..». Δεν ομολόγισε τιποτα απο αυτα που εστω γυρνας την πλατη σου και ολιγωρείς. Και ας γινεται ετσι ,υπαρχει ξεκαθαρος λογος να αρνηθεις την συντροφιά. Αφου φορεσεις στα κρυφα ενα μπλουζακι που πισω ειναι έντεχνα σκισμένο. Με τρυπα στο σχημα κλειδαροτρυπας και στην κωλοτσεπη να ξεπροβαίνει επιδεικτικα το κλειδι. Με τα πολλά καταφερα και τον προσπερασα. Αφου βεβαιώθηκα πως ειναι σκόπιμα σιωπηλος και δεν ψιθυρίζει την απαντηση. Σκεπτομενος αν υπάρχει διόλου ερώτηση περασα απο διπλα του ,μέχρι που ζηγωσα αρκετα να δώ αν ανασάνει. Ζωντανο μα συγχρονως νεκρο τον αφουγκράστηκα. Συνεπώς κι' έφυγα. Οχι γιατι μου φανηκε ακατανόητος. Μα αν τον σκιαγραφησω εκτενεστερα προς εσας θα νιώσω ένοχος. Αφου σας πω για αυτα τα στυγνά ματια που με εκοβε, την αγωνία στις σύντονες ανάσες του , την λαχτάρα να γινει απότυπος μέσα απο την συστολη/διαστολη αμνησίας στην στείρα μνήμη μου. Δεν διαφωνησα και ας ηθελα να μεινω μονος εξ'αρχης. Απλώς έφυγα όπως και θα έπρατα. Ανεβηκα τα σκαλια σκεπτομενος νοστιμα σαντουιτς ,τηλεοραση πλάσμα ,αφου φτασω στον 2ο όροφο πλασματικά .Πετώντας αγκαλιά με το ασανσέρ ,συλλογιζόμενος ποσο πολυ μισω τον κατασκευαστη. Την προελευση της λεξης και την μοναξια της αντιστοιχης "ανελκιστηρας". Επρεπε να ασχοληθω και με τα λουλουδια μου . Οπως καθε Σάββατο. Αυτος με ακολουθησε. Το ηξερα οτι ετσι θα γινει ,δεν ειχα λογο να κοιταξω για να το εξακριβώσω. Δεν ήξερα τίποτα περισσοτερο απο αυτα που σας γράφω ,δεν ακουγα καν τα δικα μου βηματα οταν με πλησιασε ξοπίσω. «Καλε μου ανθρωπε» ξεκινουσα να του πω.. Μα με 'κοβε αιφνίδια οσες φορες θελησα να μαθω περισοτερα. «Σκεψου αυτο που σου ζητησα» ,ξεστόμιζε «και θα δικαιοθω. Θα σε καλυψω στο τελος με οποιο τιμημα πρεπει να πληρωσω. Θεωρησε απλα πως ειμαι μια δοκιμασια.Θεωρησε πως ειμαι εσυ και εισαι εγω. Σου φερνω κακα μαντατα ,αυτο το δέχομαι. Μα συλλογισου μια στιγμη πριν με αποριψεις.»

Εφτασε το απογευμα αργοπορημένο. Ανοιξαν οι πόρτες απο ενα γκρίζο μιτσουμπίσι και κάτι τύποι μαυροφορεμενοι το πετάξαν βάναυσα στην αυλη μου. Θα σουρουπωνε σε λιγο. Ητανε η ωρα που κλάδεβα τα ντάτουρα μου οπως και κάθε Σάββατο. Παράλληλα φυτευα μεσα στο χωμα οτι θυσιασα για να γινουν αυτα πιο ομορφα και δυνατα. Εγω ποτε δεν ενιωσα ετσι, μοναχά ιδρωμένος. Και αυτο τον κρύο ιδρώτα που μ'ελουζε την νυχτιά τον φύλαγα να τα ποτίσω την αυγή τα αγαπημένα μου .Τα λαθη μου ,τα μαραμενα φυλα στα ανθη τους,την αδυναμια στην φυση να επιβιωσει απο μονη της. Τούφες απ'την κατάλευκη κομη μου για λιπασμα χάριζα. Πιο άσπρα να γίνουν τα άνθη απ'οτι ορίζει το λευκό. Ποτε δυνατος δεν ενιωσα ποτε ομορφος σαν αυτο το λουλούδι γόνο μου. Ηταν η ωρα που τ' ανέβαζα όσο πιο ψηλά γινόταν γιατι θέλαν τον αγέρα να τ'αρμενίσει. Και μου αρεσει ετσι οπως μπερδεύονται τα φύλλα τους. Το ξυραφι μου φροντιζω να ειναι κοφτερο, ειμαι άξιος κηπουρος ,ο ανεμος ειναι σύντροφος και όχι απειλή. Δεν φοβαμαι μηπως πιάσει ο Βαρδάρης και κατα λαθος κοψω το φυτο απο την ριζα. Μονο για τ'ανθύλλια μου το ακονιζω ,το τροχιζω ολημερις. Δεν εχω γενια στο προσωπο να ξυραφίσω, απαλο ειναι διαρκώς σαν υφασμα λινο. Και οι γαμπες μου θυμιζουν παιδιου ως προς το τριχωμα , καμοια αφορμη να τις ξυρισω. Δεν κανω λαθη με τα ανθη μου. Δεν κανω λαθη με οτι επιθυμω να φροντιζω γιατι δεν μου ζητηθηκε. Τον 13ο αποφάσισα να χτίσω. Θα ανέβαινα λοιπον εκεί ψηλά.
Φυσουσε υπερβολικά για Σάββατο. Στο ένα χέρι τα ντάτουρα και στ' άλλο αγκαλιά με το μυστρί έχτιζα με μαεστρία σκαλοπάτια. Και εκει αυτος με ακολουθησε. Οχι με τον τροπο που ανεβαινα εγω ,σαν ταπινος μάστορας που φρόντιζε τον πύργο του. Αβρά αναπηδούσα στα σκαλια προσεκτικά μην τα τσαλακόσω. Το πέλμα μου βαρύσωμο φώλιαζε στο φρέσκο τσιμέντο και ανηφόριζα. Οχι ετσι. Μα σαν παρασιτο ,σαν διαρηκτης της στιγμης μου. Απρόσεκτος ,σίγουρα απρόσιτος. Και αυτο ομολογω με εξοργισε. «Ανθρωπε μου!» ,του ξαναφωναξα με περισοτερη σιγουρια. «Καλε μου ανθρωπε ,δεν βλεπεις; » Και δεν απαντουσε αυτος. Μονο σκαρφαλωνε. Απο τις σκαλες εγω ,απο τα καγκελα εκεινος ,τον ενιωθα να απαιτεί τον συναγωνισμο,να προφτάσει πρωτος σε καθε οροφο που σήκωνα. Ετσι οπως ηταν κρεμασμενος απο τα καγκελα και φλερταρε το ύψος. Μονο μουγκρητα εβγαζε. Ισως και να ζητουσε κατι απο εμενα μα σας ειπα. Φυσουσε υπερβολικά, ηταν ακατορθωτο να τον ακουσω. Θαρρω πως κατι ανεπαίσθητο θα πέρασε απ'τα αυτια μου μα μεχρι τον 8ο όροφο και ως εκει. Έπειτα έπαψε. Ηταν δύσκολο ακομα και να τον εξετάσω έτσι οπως ο αγερας μαστίγωνε τα ματια. Φτάνωντας στον 13ο με περίμενε. Τυλιγμένος σαν χταπόδι απο τις σιδεριές για να μην γκρεμοτσακιστει ,με καλωσόρισε με την σιωπή του. Ψελλίζε άρρυθμες φρασεις σαν να ικέτευε για βοηθεια μα αδιανόητο να ακουστει. «Ανθρωπε μου» ,του ξαναειπα , «θα πεσεις κατέβα επιτέλους. Τουλαχιστον πες μου το ονομα σου ,κάντο αυτο και έλα κόντα μου. Στάσου μια στιγμή να ξαποστάσεις και έπειτα συνεχίζουμε. Αφού μου πείς το όνομα σου πρώτα.» Μουγκριζε , συνεχιζε να μουγκριζει μοναχά. Και ξάφνου επεσε. Αφού ζύγωσα να τον βοηθήσω τούτα μου αποκάλυψε και χάθηκε: «Στο ειπα οτι δεν θα σου ζητηθει τιποτα. Σου χρεωνω τον θανατο μου. Και την ευγνωμοσυνη συναμα που δεν μ'ακουσες. Η ενοχή.»

Saturday, September 08, 2007

Αρχή του τέλους ...


(!) Αν ανοίξω το κεφάλι μου θα βρω μέσα χώμα και ναι θελω να σκεφτομαι πως δεν ειναι εγκεφαλος αυτο που μου διεγείρει τον πανικό ειναι μονο ενα μπαούλο απο σκεψεις που κλειδωσα μαζι με την αποδειξη κλειδι στα ματια μου μουσκεμενες αναμνήσεις ,ιδρωτας και κοπωση ως προς την στέρηση στοιχείων στην ερευνα για το στείρο, δεν ειναι εγκεφαλος αυτο παρα μόνο παράνομα απλωμένο χώμα μέσα μου και ολα αυτα που θυσίασα να δραπετευσω περισσότερο υγρά απ'την βροχη που ξεπλένει την σαπίλα στην σάρκα μου ,δεν ειναι κορμι δεν ειναι εγκέφαλος δεν είναι διόλου αυτο που ακουμπάς και ονομάζεις ύλη ,χωμα ειναι και δρομος για να φτάσεις σε παιδικη χαρα και ασυλο της αηδίας μου βουτηγμένα όλα στην λάσπη αν δεν πάψω ως τότε να κλαίω.

Συμφωνήστε μαζι μου για το ποσο απλος ειναι ο ορισμος ,συμφώνησε μαζι μου για το ποσο ευκολη ειναι η αποδοχη οτι ξεχναμε να συμφωνήσουμε απο συνήθεια ,να καθορίσουμε όχι οπως σαν βρεφος στις αναγκες απ'την αυταπατη στα ματια μας γιατι δεν ξερουμε τι θα πει αν πως, ομως δεν στριμωχνόμαστε στα πρέπει μονο να χαζογελαμε σαν βρεφη σου ξανα λεω απο λάθος ,μεχρι και να αποκοιμηθουμε ατάραχοι στην αγκαλια αυτης που μυριζει τάχατες μανα.

Οι λεξεις ευωδιάζουν καρπίζουν ανθη μα να μην εχεις κήπο μα να μην εχεις αποστολη πως να γκρεμίσεις σπιτια που μεσα δεν θα μπεις ποτε ,λάθη να δεις πως ειναι μεσα τα άνθη ανάποδα απο τα όλα φυτρώνουν οργισμένα ,όχι εσύ φταις μα η μανία να φυλακίσουμε το κενό σε τοίχους απο αφρολέξ, γιατι να διαβγεις εις το απηρον τον ιδιο δρομο ,για να εισαι σιγουρος οτι τιποτα δεν θα αλλαξει αν αλλαζες κατι και εσυ;

Θα μου μιλησεις ξανα για το τότε και δεν θα ξερω τους λογους να το κανεις αν θα πεις για τους εραστες σαν τονισεις πως ησουν ερωμενη μου/σου/του και επιμείνεις σε αυτο ,στο οτι ησουν δεν θα ,εισαι δεν ,θα υπαρξει περίπτωση να γινεις οπως ξανα σαν φυγεις έπειτα με τα λαφυρα δεν θα φωναξεις γιουχου παραμονο θα παριστανεις την νεκρη γιατι ετσι ξερεις/ έτσι σου έμαθα μικρή, μεγαλόσωμη πόρνη.

Ποσο ελλιπής είναι η αίσθηση να μου λειπεις ενώ ποτε δεν προφτασα να σ'εχω όπως έχει ο κυνηγος το οπλο ο σκυλος τον αφεντη και το πουλί την μοίρα του γραμμένη στον κρότο και μεχρι ποσο θα σφιγκομαι θα ακροβατω στην αναμνηση θα /εκρεμες ρολοϊ τοίχος καρφι και οχι ζωο μικρό συμπαθές που μαθαίνει να στέκεται στο πατακι σου ,αυτο που γραφει σπιτι γλυκο σπιτι ,οστόσο εξω υπαρχει αναγραφή « προσοχη σκυλος μεγάλος δαγκωνει ,μην»

Δεν μπορω αλλο να γραφω κατα λάθος λες και θα'ρθεις με πάθος δεν μπορω αλλο να ψαχνω τον τροπο να ξεχασω δεν μπορω να λησμονήσω την πρόσχαρη αναφώνηση νίκης ,στρατός με στρατιωτάκια σκόρπια μεσα μου, ποσο πιο ευκολο θα φαινοταν αυτο αν ημουν ο ανθρωπος αυτουργός της αδυναμίας ή αν δεν ημουν στρατηγος αφημένος σε μάχη ξοφλημένη ,όλοι νεκροί που τόλμησαν να αμφισβητήσουν οτι μπορω να γίνομαι κρεμμυδι και οχι το κλαμα αυτού αφου σοτάρεις την θλίψη σου σε τηγάνι ,ψέμα αν βλέπεις και σκέφτεσαι χορτάτος πρίν καν δοκιμάσεις το άνοστο τώρα.

Πες μου εσυ γιατι εισαι εσυ ,πες οτι ξερεις οταν κοιτας τον καθρεφτη ,ειναι αυτος άραγες που λενε να επιμενουν να θεωρουν πιστο αντιγραφο της πραγματικοτητας ,αχ και να ξερες πως οτι σκεφτεσαι/ξερεις λιγο πριν αποκοιμηθεις ειναι η σκεψη τελευταια διαδοχη των ονειρων σαν ερθει ανακοπη στιγμης απο διαρρηκτη που τρυπωνει στα ονειρα με σκοπο μονο να μας φερει κοντα άλλα εσφαλμένα γιατι ,εμεις ορκισμένοι δολοφόνοι των "θέλω",πες μου τι του ειπες πριν ,πως διάολο ξερει ολα αυτα που θα γράψω αφου εγω σκιάχτρο με ποια ιδιοτητα φροντιζει η νυχτα να μην ειναι νωθρή και απλα αστρα στολιδια στην κουρτινα ,μα πες μου πως ,πως γινεται να εισαι εσύ και μετα σιωπη ξανα ονειρα ,ας.

Αν ανοιξω το κεφαλι μου θα βρω μεσα αχυρα και αχυρωνα ανοχύρωτο και σταβλο και δεν θα βρω ρομποτάκια να παρακολουθουνε την εξελιξη μου δεν θα βρω σταβλίτες να φροντίζουν για εμένα, αυλικούς να ορίζουν εμένα ως προς τον ανθρωπο πάνω απο ανθρωπο -αλλυσιδα φρικης- ηλίθια που θελεις να τρέφεσαι απο την θλίψη μου ,δεν σπαω οταν με πατας δεν υπαρχεις μην προσπαθείς να με λιώσεις και ας είμαι παγωτό, δεν θα ξέρω τιποτα απ'ολα αυτα που συμφωνουν με τούτο που βλεπω και ας μην ειμαι αυτος και ας μην ειναι δικο μου το ζωο που ποτιζω τρεφω μεγαλωνω με μοναδικο σκοπο να αφησω ελευθερο κάποια μέρα για να δω πως τρεχει ,μηπως και ετσι καταφερω να επιζησω γυμνός με στολή τεσσάρων εποχών σε αυτον τον κόσμο που μόνο βρέχει και ας είναι καλοκαίρι 24 του Ιούνη.

Δεν ξερω πως γραφεις ,δεν ηξερα ποτε ,σιγουρα δεν ειναι η στιγμη οπως νομιζα που φυλακίζεις ,δεν ειναι γραμμη που ξεκιναει απο μια βουλα και θα γινει ισως ενα φεγγαρι ενας κύκνος αν υπαρχει εμπνευση αλκοολ ,ενα γράμμα συντροφιά με την στίξη (;) ,δεν είναι μια τομή που ανοίγεις στον εγκεφαλο όπως προανάφερα, τιποτα δεν ειναι τελειο ούτε καν το Ω! σύνθεση μουνιού και πούτσου αν θες ,είσαι σίγουρος πως οτι είναι ακολουθία του (!) δεν είναι ανάποδο και προαγγέλλει πως κάτι σημαντικό θα γίνει;

Mα δείτε που φτάσαμε ,δεν υπαρχει τελος γιατι δεν υπαρχει αρχη ή μέση ,μην περιμένεις μην αναζητεις τώρα που ξές πως λίγο έμεινε και ίσως καταφέρεις να δεις, κάνεις λάθος αν αυτο , πως να ψαξουμε τους λογους της αποτυχιας μας ,δεν έχουμε εγκέφαλο μονο εναν σταβλο που κατοικούν σκιάχτρα και τέρατα όμορφα 24 γράμματα.

Sunday, September 02, 2007

Φωνή



Η πνοή ειχε εναν λιλιπούτειο στρατο απο ψιθυρους όταν μου φανερώθηκε για πρωτη φορα.Τρυπωσε κάτω απ'τα σκεπάσματα ,χαιδεψε τους γλουτους μου και επειτα φωλιασε στο αυτι μου αγάλια. Σάββατο βραδυ θαρρώ θα΄ταν. Χειμώνας θα προσθεσω με σιγουρια. Λίγο μετά αφου γυάλισα της Κυριακής το πάνινο υπόδημα, ξεπροβοδισα μεχρι και τις σκαλες την συντροφιά και γυρισα πίσω στο κρεβατι να κουρνιασω ,τότε αυτη ξετυλιχτηκε ατάραχη μπρος μου. Η πνοή δεν άκουγε σε ονόματα οπως Φανη ,οπως Φενια ή Φαίη μέχρι και που μεγάλωσε. Τότε της χαρισα το όνομα Φωνή γιατί σκέφτηκα πως την αντιπροσώπεϋε. Κάποιοι οστόσο συνεχισαν με επιφυλαξη να την φωνάζουν πνοή όπως άλλοτε, εκεινοι που δεν της δωσαν ποτέ την πρέπων σημασια ,θέλω να υποψιάζομαι εγώ. Μουρμουρίζαν οτι δεν εκφράζεται σωστά ,την χαρακτηρίσαν ακόμα και πρωτόγονη! Με τον καιρό ,σαν περάσαν τα χρόνια δεν την αναγνώριζες ,ειχε φτιάξει στρατωνα απο φωνηεντα, ολα διαφορετικα μεταξυ τους μα ευάρμοστα σαν τα αντρόγυνα τα καλοπαντρεμένα ,αυτα που την αναζητουν τούτη την ζωηρή φωνη για να καλύψουν την παυση, την ηχογραφουν με σκοπό να την αναπαράγουν σε κρυψώνες μοναχικές ,μακριά απο πολυφωνικους τενεκέδες.

Η φωνή είχε ενα στόμα που ήταν παράξενα ομορφο, ξεχωριστό και τόσο σπάνιο σαν απολιθωμένο δάκρυ. Η φωνη μαζι με τα χρονια μεγαλωσαν συνομοτικά κάτω απ'το μαξιλάρι μου ,περασαν πάνω απ'την σιωπη ,την απομονωσαν αυτην και ολους τους ανησυχητικούς ψιθυρους ,ακομα και αυτους που σχηματιζαν ασήμαντες ορδες όχι και τόσο μεγάλης εκτασης. Περισσοτερο αυτους όμως γιατι θα κατέληγαν με σιγουρια στον πανικο. Οι κραυγες την φοβηθηκαν την φωνη εξ'αρχης. Καταστρώναν σχέδια πως να την εξοντώσουν φοβούμενες τον συναγωνισμό. Γυρεψαν να την σκεπασουν οταν μικρη ηταν ακομα, μικρη και αδυναμη οσο μια ηλιαχτιδα που προσπαθει να δραπετευσει αναμεσα απ'τα συννεφα που ολο θελουν να στάζουν. Χειμώνα, καλοκαίρι. Τα συννεφα αυτα η φωνη δεν τα λογάριαζε. Ισως αν κατι την φοβιζε τις νύχτες ηταν η αστροφεγγια, ο καταγαλανος ουρανος πρωτυτερα. Η βεβαιότητα οτι ακομα και τα πουλια μπορουν να αναπαυθουν ολημερις στα κλαδια διχως να κελαϊδήσουν μεθοδικά. Ησυχία. Η σιωπή η απροκαλυπτη ,αυτη που ζυγώνει οταν ολα είναι οπως πρέπει. Αυτο μονάχα στιγμές την τρομαζε για να εξαπλωθεί την φωνή και δίσταζε. Με κάρφωνε στα μάτια περιμένωντας ενα νευμα μου για το αν θα πρέπει να δράσει. Δήλιαζε. Και μονο γιατι το τραγουδι που εξύψωνε ηταν τοσο έντιμο και καποιους τους τρομαζε. Η φωνη δεν επιζητούσε παρερμηνεια ωστόσο. Δεν στοχευε να τρομαξει κανεναν, παρα μονάχα την επανάληψη ,στιγμές που ήταν ενοχλητική και επίμονη. Μανιώδης επανάληψη. Και όχι λήψη ωδής με μανία ως προς το όφελος όλων. Αγάπη πρόσταζε συνεχως ,μοναχα γι'αυτο εργαζοταν η έρμη μέρα νύχτα. Για αγάπη θα την ακουγες να μιλαει ,αν σου μιλουσε ,αν την αγαπούσες προπάντως, αν την πιστευες έστω πενιχρά. Τίμια αν την χαιδευες μέσα απ'την γύμνια της. Δεν είχε εχθρους. Μεχρι που κάποια μέρα της είπαν για τον ερχομό των λέξεων. Απο τότε δεν είχα άλλα νέα της.