.

Friday, April 11, 2008

77






Στο δωματιο Παρασκευή κοιτω τον καθρεφτη. Βλέπω ενα φαντασμα οπως ενα φαντασμα βλέπει απο εμένα. Ακουω την φωνή του, πονάω και προσπαθω να ακουω. Βλέπω οπως καταβροχθίζω αχόρταγος αυτο που ορίζει την ορθή απεικονιση. Βλέπω τον θάνατο μου στις κινησεις μου. Βλεπω τον θανατο μου στον καθρεφτη οπως βλεπω τον θανατο μου στις κινησεις μου.Ακινησια οπως μια νυχτα που δεν κινουνται τα ματια. Σπασμους ονειρευομαι μεσα απο σπασμους οδυνης, καυλας, εσπερινης ματωσης. Πιστος οπως πιστος ο τετραποδος σκυλος που δεν του επιτρέπω να μιλήσει. Ανθρωπος οπως τετραγωνος ο ανθρωπος της λογικής που επιπλεει στα ποταμια. Εκει, ολα που αρχιζουν απ΄το τελος ξεχυνομαι. Τις νυχτες εχω ματια που βλεπουν τις νυχτες. Απεμεινα θεατης της ακροασης ή σχηματίζομαι απο χρωματα της φωνής. Βλεπω τις συνηθειες αυτων που συνηθισμενα περπαταν εναν δρομο. Ακουω ακομα και τα κερματα οτι αναπηδανε στις τσεπες τους. Ακουω το κοκκινο κραγιον που ξεβαφει τα χειλη τους. Ακουω τις τριχες τους που μπλεκονται στην ομιχλη μου. Υγρασία σε μια πόλη που δεν θα βρέξει για καιρό. Βλεπω μια πολη οπως με βλεπει και αυτη. Ορθανοιχτα με φυλακίζει. Προσεκτικα θελει να με αποφυγει. Μεσα στους τοιχους ξαγρυπνω ξερωντας πως δεν ενοχλω την πορτα, μα με σιγουρια οχι το παραθυρο. Δεν θα βρεθώ οπως καποιος που φευγει και αφηνει σκοπιμα ίχνη. Βλέπω αυτον που με ξυπνησε γιατι αυτος που δεν θελει να με δει πρεπει να φυγει αθόρυβα. Κρυβομαι οπως κρυβεται ο κυνηγημενος απο τον κυνηγό. Ειμαι εγω αυτος που είναι. Είμαι εγω αυτος που είμαι. Βλέπω την λυτρωση με επιφυλαξη οπως βλέπω ενα χαμόγελο που δαγκώνει σκουριασμένα δόντια. Συναρπαστικός ανθρωπος αυτος που έχει ασημι στο στόμα του και νιωθει παντα διψασμενος. Αυτος που δεν χρειαζεται να πει αντιο, ηρθα και θα ξαναφυγω αν πρεπει. Ζωντανος ανθρωπος αυτος που ζωντανευει στην ιδεα οτι ειναι νεκρος γιατι ηρθε η ανοιξη. Οχι γιατι πρεπει ειναι νεκρός. Οχι γιατι τελειωσαν οι μπυρες. Οχι γιατι ξεχασε αρκετα απο αυτα που οφειλε να θυμηθει.

Θυμαμαι οτι χορτασα. Το αποδεικνυει το αδειο πιατο. Το αποδεικνυουν η ανοιχτη καταψυξη, τα τσοφλια απο τα τεσσερα αυγα, οι φλουδες μιας πατατας απο το Νευροκοπι. Το στομα μου που μασουλάει το σιδερο. Το ρουθουνι μου που εξομειώνει την οσμη στο μπαρούτι. Η γλώσσα μου που τρυπώνει οπως η σφαίρα που βρίσκει τον στόχο της. Τα νευρα μου που επιτασσουν την κοπωση. Κανεις δεν ειναι εδω ή τα μάτια της κάνης. Κρότος μεσ'την νυχτα οπως σιωπη σε ενα λιβάδι. Ισως τα φυλλα να σαλευουν αν τα φυσάει ο Βαρδάρης. Ισως μια παρεα φιλων που ξεφυσαει αμήχανα γυρευωντας καλοπεραση. Ισως μια φυλη κανιβαλων οπως μια φυλη καρναβαλιστων απ'την Πάτρα. Κανεις δεν ειναι εδω οπως καποιος ειναι εδω που ξεκάθαρα κάνει θορυβο.

Ξεκάθαρα.

Κανεις δεν κάνει θόρυβο.

Κανεις δεν ειναι εδω οπως καποιος ειναι εδω πισω απο αυτην την πορτα. Κανεις δεν ειναι εδω οπως καποιος ειναι εδω και βλεπει οτι βλέπω. Βλέπω τον θάνατο οπως η κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Ξερνάω τις λέξεις πάνω απ'το μνημα μου οπως το φίδι αποβάλλει το δέρμα του. Αδειαζω την ψυχη μου οπως η ψυχη μου αδειαζει απο ενστικτο. Δεν ειμαι εγω ο οδηγος αυτων που αποφάσιζω να κανω. Δεν παιρνω εγω τις αποφασεις για οτι περναει βιαστικα απ'το μυαλο μου. Μου ηρθε μια ιδεα οπως μου ηρθε περιοδος. Ειμαι ο τροχός, ο τρισδιαστατος κύκλος. Ακονιζω τα δυο μου χερια, τα τροχιζω στα δαχτυλα. Στις παλαμες μου δεν υπαρχει τιποτα διαφορετικο απο αυτα που οδηγουν στην εκπυρσοκροτηση. Το στόμα μου το ίδιο. Πυρός. Σιδερο που φλεγεται. Δημιος εκτελεστης της ανορθωσης. Πέφτω γιατι δεν ικανοποιώ οπως πεφτει η στηση και αναβουμε τσιγάρο. Με σηκωνομαι ξανά και για αυτο μπορω να με σιχαινομαι. Δεν ειμαι εγω ακομα αυτος που είμαι, με αναγνωριζω πως σιγοσβηνω στην καφτρα μου. Με βλεπω πως τραβαω το κορμι μου. Με βλεπω πως αποχαιρετω την φωνη μου. Ειμαι εγω ενας απο αυτους που ειναι. Ειμαι εγω ενας απο αυτους που ειμαι. Ο βιαστικος λεπτος δεικτης. Ο χρόνος που θα σταματήσει με τα χρόνια. Ειμαι εκει ομως εκει και οταν φευγω. Το σχημα, η σχεση με την καμοια σχεση.
Ειμαι εγω ενας απο αυτους που ειναι ενα φαντασμα και βλεπει την απουσια του στον καθρεφτη.

Tuesday, April 01, 2008

76









Ειμαστε μια μικρη κοινωνια ποντικών που τρεφόμαστε με τυρί.
Μα μερικοι απο εμάς μοιαζουμε με ανθρωπο.


Σημερα στην δουλεια αργοπορημένος σαν κατεφθασα τους ειδα ολους στο γραφειο μαζεμενους πανω απ'το τυρι.
Ζέστανα τον καφέ και καθησα έξω μοναχος, εγω και ο ηλιος. Πεινούσα αυτο είναι γεγονός, μα περισσοτερο ηθελα να κερδίσω χρόνο απ΄την μοναξιά μου.
Απο καποια στιγμη και μετα, ενας απο αυτους με πλησιασε να ερωτησει γιατι μονος καθομαι και σιωπηλός.
Απευθυνθηκε πίσω απο μαυρα ανθρωπινα γυαλιά προς το μέρος μου.
«Γιατι καθεσε εδω περα μονος συναδελφε; Εχει αντηλιά, δεν σ' ενοχλει ο ήλιος;»
Με ευθύτητα εγώ του απάντησα.
«Καλυτερα μονος να καθομαι στον ήλιο απ'το να καθομαι με ηλίθιους στην σκιά»
Οταν εφυγε ενοχλημένος δεν τον κοιταξα. Δεν συλλογίστηκα διόλου τι θα σκεφτεται τώρα που φευγει.
Μονο παρεμεινα εκει χαζευοντας καταματα τον ήλιο, με γυμνά μάτια.
Σαν άνθρωπος.


Ειμαστε μια μικρη κοινωνια ανθρώπων που τρεφόμαστε με λέξεις.
Μα μερικοι απο εμάς μοιαζουμε με ποντικό.


Σημερα στην δουλεια ένας απο τους ποντικους με πλησιασε με μοναδικη εγνοια να μου φάει το τυρί.
Ξετρυπωσε κάτω απ΄την χαραμάδα ενος γραφειου που η πορτα ανεγραφε:
"Νήγιας. Επίσημος Προιστάμενος της Ανικανότητας"
Φτανοντας προς το μερος μου, επεξεργαζόμουνα ανθρωπινες συνηθειες, τον αντιληφθηκα ποσο με ζυγωνε ανυπόμονα.
Με τους ελιγμούς του πρόσταζε βαρυθυμο θόρυβο σιδεριάς να ανασάνει η ασφαλτος. Οπως και διαπίστωσα οταν έφτασε. Απο πίσω του εσερνε διπλωμένη μια φάκα και αυτος ήταν ξεκάθαρα ο λόγος.
Μπλεγμένη σαρκικά, τεμάχιζε την ουρά του, μα και το στομα του ηταν τσαλακωμένο, απο τον τρόμο.
Προσπαθησε να απελευθερωθει και δεν τα καταφερε. Σκουπισε τα αίματα απ'τα μουστάκια ,επειτα ψέλλισε αδύναμα τις λέξεις, απο τον πόνο.
«Φορας μπλουζα ανθρωπου συναδελφε και μάλιστα την φοράς αναποδα. Ισως να σε ζηλευω μα δεν ξέρω ακομα, ετσι μονάχα αναρωτιεμαι. Το γνωρίζες αυτο όταν την έβαλες ή έγινε απο αμέλεια;»
Εγνευσα καταφατικα χωρις ιδιαιτερη δυσκολια και τον καθησυχασα. Αναστέναξα ήδη απο καλοσυνη, να του στεγνώσω τα αίματα στα χνώτα μου.
«Το ξερω, σαφως και το γνωρίζω, μην απορείς. Είναι επικοινωνιακο τρικ για να μην δεις οτι και τα παπούτσια μου ειναι τρύπια»
Τότε εσκυψε το κεφαλι και έφυγε απορημένος. Με το ίδιο τρόπο που ήρθε. Ξυπολητος οπως ήταν γραπώθηκε με σβελτάδα απο εναν τοίχο, σκαρφάλωσε απο τα μπαλκόνια, κατόπι εξαφανίστηκε αστραπιαία στην ταράτσα. Οπως ενας κανονικος ποντικός που φευγει βιαστικά, έτσι εφυγε και αυτος.
Σαν ποντικός.