.

Sunday, August 08, 2010

Επιστρέφω σε λίγο...





Οταν ημουν στο Risikesh, αμεσως μετα την ανακαληψη, ελεγα σε κοριτσια καθε υπηκοοτητας: Do you want to come to my cave? Καποιες διστακτικα προχωρουσαν μαζι μου περα απο τον δρομο κοιτωντας πίσω αν υπάρχει σημειο επιστροφης, τις εσερνα με τα δεσμα της πιστης και ας μην γνωριζα καλα καλά τα πόδια μου ή τον λογο που συμβαινει τωρα αυτο. Εκει που το σκοταδι απλωνόταν ανενόχλητο χαναμε το μοναδικό μονοπατι και ευτυχως οι μαιμουδες αναπαυοταν πανω σε ονειρα πλεγμένα απο μπανανόφλουδες, ακολουθουσαν ερωτησεις και επινοήσεις του φόβου, μα περπατουσαμε ο ενας πισω απ'τον άλλον ολότελα ξενοι, φωτίζοντας με εναν φακο πιθανα σημεία της πραγματικότητας. Τα αλλα αρπακτικα βαθυα στο δασος δεν γοητευονταν απο τα νυχτοπερπατηματα μας (ευτυχώς!) και ας τους ορισαν καποιοι την καθοδο στον πολιτισμό ως συνάρτηση της αβαστακτης πεινας, μολις βδομάδες πριν κατασπαράξαν εναν περιπατητη αναφέραν οι ίδιοι, ομως σε μας ο νους δημιουργούσε μόνο φανταστικά σενάρια, ωστόσο ακόμα και ο ήχος απο τα βηματα που φωλιάζαν στην ψιλή άμμο και άλλοτε σπάγαν τα κλαδιά, μας τρομαζε, μας ένωνε, μας έφερνε πιο κοντα. Όσο χανόταν και η τελευταια υποψία για κάποιο αποκρυφο φως στο μακρινό Risikesh, επειτα απο το διαστημα αυτο θαρρω της μιας ωρας φταναμε λυτρωμένοι στην σπηλια μου.
Μπροστα, στο ένα μέτρο ξεχύνονταν ο Γάγγης και η ανταμοιβη για οσα υποσχεθηκα, ισως η πρωτη γευση ανεξαρτησιας απο μια βραδυνη βουτια να ήταν ενστικτωδώς το ευχαριστώ της συντροφιάς μου και η αμεσότητα για να αναγνωριστει και αυτη ως κομμάτι της φυσης, ακολουθία τις γυμνιας στον ιερό ποταμό, χωματα πανω σε ένα βρόμικο Ινδικό σεντόνι χαμω στα χωματα ή τις λάσπες. Πιστοι εραστες της περιπετειας και ολες οι αγνές πραξεις που απαιτούνται για μια συνευρεση άκακη δεν δειλιάζαμε να μεινουμε ακομα και σιωπηλοί για ώρες, κοιτάζοντας το ποτάμι και άλλωτε τα σύννεφα, μια βόλτα με το ιπτάμενο χαλί της απραξίας, διχως το αγχος πως αυριο θα χάσουμε το τρένο ή κατι απ'την ζωή μας παρουσιάζετε στο διαδικτυο θλιβερό.
Συνηθως αυτες φευγαν το πρωι* με το πρωτο φως μου λέγαν καλημέρα ή suba ratri αν τις εβλεπα να ετοιμαζονται και ήδη σουρούπωνε, ρωτουσαν απο που να γυρίσουν, αν είναι σήμερα μια καλή μέρα για να επισκεφτούν τον Βραζιλιάνο Mπάμπα, φευγαν παντως, μερικες γαμημενες, αλλες αγαμητες λογο της εποχης που στο Ισραηλ κατι ανεξηγητα θρησκευτικο γινόταν, και δεν ηθελα καθολου μα καθόλου να το καταλάβω. Καποιες μονο τις φιλουσα τρυφερα και ας είχα την ευκαιρία για κάτι παραπάνω, οχι γιατι ηταν πιο ομορφες απ'τις αλλες μα ίσως μονο ο τροπος που λαμπυριζαν τα ματια τους στο σκοταδι να μου φανερωνε κατι οικειο, κατι που γευτηκα ξανα σε μια άλλη χώρα, μα οχι σαν αυτην. Οχι σαν αυτην.
Παντα κατι γινοταν για να λησμονήσω κομμάτια απ'το χθές και οταν μέσα απο αμέτρητες ωρες περισυλλογης ξανα μονος στην σπηλιά συλογιζόμουν μοναχά την πεινα ως κατι το λυτρωτικό - αν δεν ειχε προφτάσει το ηλιοβασίλεμα για να με ταξιδεψει ενα φυλλο που διασχιζει απλα το ποταμι ή ενας κορμος που στροβιλίζεται στις ρουφηχτρες γύρω απ΄τα βράχια - ξεκινουσα ξανα την δικια μου καθοδο προς την πολη, σαν εξοικειωμένο αγρίμι χαραζα την άσφαλτο απ'τον δρόμο μηπως με προσκαλέσει καποιο jeep, αλλα συνηθως περπατούσα αμέτοχος για να σκεφτώ τις συνέπειες και ένα πακέτο μπίντι και τα σπίρτα που κάναν μία ρούπια, ίσως δυο-τρεις τομάτες, τι να συμβαίνει πίσω στην Ελλάδα, ένα μάγκο και στο τέλος της λίστας του μυαλου μου στεκόταν μια μαιμού που με κοιτούσε απ'το κλαδί ενος δέντρου και το επομενο κορίτσι που πιθανον αβιαστα περιμένει, είναι έτοιμη να πιστεψει στην μαγεία, στα παραμύθια που θα μοιραζόταν το επόμενο κιόλας βράδυ μαζι μου.




*εκτος απο την Λουέλα