.

Friday, March 27, 2015

Σινέ Τρέλα


Συνάντηθηκα απόψε μετα απο χρόνια με την οικογένεια των διάσημων Μπλέ. Ζωηρά ζώα δεν λέω, λόγια στο τραπέζι (στην αρχή) αρκετή αμηχανία και πολύς μα πολυς γκρίζος καπνός!. Ο σκούρος μπλε και η γαλάζια μητέρα καπνίζανε τσιγάρα απο μια κασετίνα τύπου Gitanes. Δεν μαγείρεψα τίποτα γιατι βρεθήκαμε σε ένα άδειο, εγκατελειμένο δωμάτιο ενος παλιού σινεμά. Τα παιδιά τους αμίλητα και λίγο απόκοσμα μασουλάγανε τσίχλες. Ο μεγαλύτερος αδερφός κρεμόταν σαν σακί κάτω απο το σκοτάδι τoυ πατέρα. Οι γονείς μεθοδικά κλείσανε τις κουρτίνες και απο τα τέσσερα παράθυρα γιατι ο μικρός γιός είπαν πως το απαίτησε απο την πρώτη κιόλας μέρα που γενήθηκε. Τους ξεκαθάρισα οτι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την γέννηση αλλα αν μπορούμε να συντομευουμε την διαδικάσία του θανάτου.

Οι υπόλοιποι γιοι συντροφικά, σαν μηχανισμός ρολογιού απο την ώρα που ήρθαν, με το που ακούσαν τα παρακάτω τράπηκαν σε φυγή, γύρω στις δωδεκάμιση. Ακολούθησε μια πνιγηρή σιωπή και μόνο οι ψιχάλες της βροχής σε αυτη την νύχτα, δύο φορές ξερόβηξε ο πατέρας και μετά αφουγκράστηκα τακ τακ τακούνια στο βάθος του δωματίου. Ακομα πιο μακρυά υπήρξε σίγουρα το κούμπωμα τσάντας και ο ήχος απο τον μηχανισμό μιας ομπρέλας. Περισσότερο μακρυά ένας ποιητής να μεταφράζει τις σκέψεις του και σίγουρα κάποια να κλαίει μην μπορώντας να αντιλυφθεί τι συμβάινει. Ω!  (ο ποιητής είναι σε φάση)
Νόμιζα πως έμεινα ξανά μόνος. Ο πατέρας κίνηθηκε σιωπηλά για να κάτσει τώρα μαζί μου στο τετράγωνο τραπέζι, ανέτοιμος για οποιαδήποτε επαφή, ωστόσο βαρύς και ορμητικός.

 Του είπα τις λιγοστές απο τις πρώτες λέξεις μαχέρια να σπάσουν τον πάγο, σκεπτόμενος νόμιζα έξυπνα όπως και είμαι, αλλα ήδη στα μισά κατέφυγα στην εκδοχή της επανάληψης.

«Πάμε πάλη απο την αρχή» συλλογίστηκα ...

Ίσως το γεγονός οτι είχα πολυ καιρό να αντικρήσω έναν απο τους Μπλε ως πατέρα και αλληθινά τόσο βαθιά σκούρο μου δημιουργησε έναν κόμπο.
Σταμάτησα και ξεκινησα απο το μηδέν να ορθωσω μια προταση και να αποσαφηνίσω ορθά τον λόγο που βρεθηκαμε εδώ.

«εεε» «….»

«θέλω να ξέρεις .. νομίζω πως ..» και παύση ξανά.

Έτσι, πιστευοντας οτι ποτέ δεν με άκουσε, ικανοποιήθηκα με την προσωρινή αποτυχία μου.
Σηκώθηκα με μια κίνηση και άνοιξα τις κουρτίνες απο το πρώτο παράθυρο δίχως αυτην την φορά να βγάλω τον παραμικρό ψίθηρο.
Περπάτησα σαν την γάτα.
Ο Μπλέ φάνηκε να ενοχλείτε περισσότερο απο το φώς που μπήκε στο δωματιο παρα απο την αδυναμία μου στο να εκφραστώ.
Και σίγουρα εδώ που τα λέμε αυτο το περπάτημα της γάτας δεν ήταν και ότι καλύτερο.
Σωριάστηκε περισσότερο σίγουρος στην καρέκλα του φυσώντας αδιάφορα τον καπνό και έκανε που και που κάποια «γκουχου χομμ χουμμμ»

 Ο εγκατελειμένος χώρος που βρεθήκαμε, υπήρξε παλιά κινηματογράφος και έπαιζε κάθε δώδεκα μέρες απο μια νέα ταινία. Τις δύο Τετάρτες και μια βραδυά έκτακτη μεταμεσονύκτια προβολή στο τέλος του μήνα. Όταν αυτο γινόταν Σάββατα ήταν ωραία γιατι κρατούσε τους θαμώνες μέχρι το πρωί. Στην αίθουσα είχε έναν φεγγίτη συνήθως κλειστό (οπου σήμερα εγω άνοιξα) κατα την διάρκεια της προβολής, τέσσερα θολωτα τζάμια (κλειστά επίσης) και μια καταπακτη που σε πήγαινε στις εσωτερικές σκάλες.
Απο κάτω ακριβώς δύο ορόφους ξεκινούσε το πρωτο βρώμικο σκαλοπάτι ή αντίστοιχα το πρώτο χτένι της μεταλικής σκάλας που οδηγούσε στο Φουαγιέ.

Εγώ βρίσκομαι εδώ ουρανοκατέβατος μέσω ενος γαλάζιου τούνελ που δραπέτευσε απο την χαραμάδα του εξώστη ή λόγω μιας ανεξήγητης αχρωματοψίας που η μοίρα με έφερε σε αυτό το άχρωμο κτήριο, χωρίς πλέον καθόλου ζωή. Τις καλές εποχές που το θέατρο ήταν γεμάτο απο κόσμο οδηγούσα με έναν φακό τους θεατές στις θέσεις τους. Tις υπόλοιπες ώρες μέχρι και να τελειώσει η προβολή, τις περνούσα στο bar του θεάτρου φλερτάρωντας ή δίνοντας συμβουλές κινηματογράφου.

Τώρα όλοι φύγαν κι εγώ παραμένω εδώ να τα χειρίζομαι όλα μόνος. Λιγότερο άγχος ή όχι, δεν μπορώ να ξέρω. Σηκώθηκα αυτη την φορά χωρίς την βοήθεια του φακου, καθοδηγούμενος απο το σκοτάδι και με το λιγοστό φώς του φεγγίτη παρέσυρα τον εαυτο μου αφιλοκερδώς να άνοιξει τις κουρτίνες, στο δευτερο παράθυρο.

 Γυρνώντας στην καρέκλα ο μπλε έκανε μια κίνηση που δεν μπόρεσα να ερμηνευσω αλλα φάνηκε σαν να θέλει τώρα κάτι να μου πεί.

«Με συγχωρείς Μπλέ, τι μπορώ να κάνω για εσένα;»

Χτύπησε με μια γροθιά το στήθος του, κοίταξε ψηλά τον ανοιχτό φεγγίτη, ξανα έβηξε αυτη την φορά λιγότερο ενοχλημένος και έπειτα αποκρίθηκε.

«Θα σου ζητήσω ένα τσιγάρο όχι για κάποιο λόγο που θα πρέπει να το παρεξηγήσεις, αλλα μόνο γιατι δεν έχω , έτσι; »

«Το καταλαβαίνεις αυτο, οκ;» , πρόσθεσε.

«Η ανάγκη σου να ερμηνευεις τα γεγονότα ακόμα και στα πιο απλά πράγματα είναι αυτη που μας οδήγησε εδώ» απάντησα.

«Μα ...» Του έπιασα το χέρι για να τον σταματήσω και τότε μόνο με κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια, ίσως και λίγο φοβισμένα.

«Μην φοβάσαι ... »

«Δεν πρόκειτε να σε βλάψω, αλλα σίγουρα δεν είμαι και βέβαιος αν αξίζει να σε βοηθήσω.», και με μια κίνηση του πέρασα το τσιγάρο στο στόμα.

Κατοπιν σηκώθηκα και άνοιξα τις κουρτίνες απο το τρίτο παράθυρο.
 Αυτη η κίνηση μου τον ανησύχησε περισσότερο, είδα να επεξεργάζεται το τσιγάρο που μόλις του πρόσφερα λες και κρατάει μια βόμβα που θα εκραγεί στα χέρια του!

Έβγαλε κάτι απο το παλτό και παρατήσησα  πως ήταν τα μαύρα γυαλιά του.
Το φώς απο το φεγγάρι ξεχυλισε τώρα περισσότερο στο δωμάτιο και οι σκιές απο τις κουρτίνες ζωντανεψαν μια ταινια του Μπουνουέλ στον μουσαμά, όπως παλιά. Σχεδόν μπορούσα να διακρίνω τον Ανδαλουσιανό σκύλο να τρέχει στους διαδρόμους ή στο βάθος μια Καμηλοπάρδαλη σκυμμένη να τρέφεται απο τους καρπούς της προδοσίας . Ο Μπλε με αυτο το φώς φαινόταν να χάνει τον αρχικά βαθυ του χρωματισμό και να ξεθωριάζει σαν κάτι γαλάζια Ελληνικά πανιά (ξεχασμένες σημαίες) που διαβρωθήκαν απο τον χρόνο και την εγκατάλειψη.
Tα μάτια του ήταν καρφωμένα στο κενό λες και πραγματικά ηταν μια απο αυτες τις στιγμές που προβάλεται μπροστά σου το πιο αρρωστημένο θρίλερ.
Όμως δεν ήταν μόνο αυτο.

Προσπαθούσε να διορθώσει την στάση του, για παράδειγμα φρόντιζε τα μαλλια του και κάπνιζε κατ'επανάληψη το τελειωμένο τσιγάρο, έβγαζε και ξαναφόρουσε το παλτό ενώ παράλληλα είχε κουμπώσει δύο φορές το τελευταίο κουμπί στο πουκάμισο.
 Σηκώθηκα απο το τραπέζι και απομακρίνθηκα προς την τελευταία κλειστή κουρτίνα κοιτάζωντας πίσω μου τον διαλυμένο Μπλέ.

«Μπλεεε … εδώ που τα λέμε ...»

«Αυτη την στιγμή που βρισκόμαστε εδώ, νομίζω ... πως ήρθε το τέλος σου!» φώναξα και όλα ξαφνικά σωπάσαν.

«Δεν έχεις πλέον αυτην την σκούρα απόχρωση του μπλε, έχουμε αλλάξει και οι δύο το καταλαβαίνω, ΑΛΛΑ ΕΣΥ!… »

«Στάσου να το συζητήσουμε! ... τι πάς να κάνεις!!»

«Το μόνο που θα κάνω τώρα είναι να να σου δώσω ενα καλό μάθημα!» και στάθηκα αποφασισμένος μπροστά στην κουρτίνα απο το τελευταίο παράθυρο.

Η πανσέληνος γέμισε με άπλετο φως το δωμάτιο, όσο άχρωμο και να είναι το φως του φεγγαριού σε ενα κλειστό χώρο, ορκίζομαι οτι έβλεπα όλα τα χρώματα να σχηματίζονται μοναδικά.
Ήδη υπήρχε ενα κοριτσάκι στην δεύτερη σειρά, είχε ροζ φωτινά μαλλιά , ο διπλανός φανταστικός της φίλος έτρωγε ανενόχλητος το μαλλί της γριάς , κομμάτια ζάχαρης και ίνες είχαν κολήσει στα μαλλία της και αυτη παραμιλούσε όλο γκρίνια. Ίσως όμως να έφταιγε και αυτη  η ακατάπαυστη φλυαρία της, στο τέλος ο μικρός δεν άντεξε και με μια κίνηση δυσαρέσκειας φώναξε:

«Σταμάτα επιτέλους, δεν βλέπεις οτι παρακολουθώ με αγωνία την ταινία!!» και η μικρή σε αυτα τα λόγια μονομιάς ξέσπασε σε λυγμούς.

 Όχι! σε παρακαλώ! μην το κάνεις αυτό…» φώναξε ο Μπλε προς το μέρος μου και όλοι οι θεατές μαζί αναφώνησαν:

«Ωωωωω!» , οι θεατές στο άδειο θέατρο, που τώρα μερικοί απο αυτούς κάναν βουτιές απο έναν βατήρα στον εξώστη.

Άξαφνα ο μικρός φίλος ίσως μετανιωμένος ή ακόμα και συνειδητοποιωντας οτι δεν ξέρει κολύμπι χαίδεψε στοργικά το κορίτσι δίπλα του και της πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο.
Αυτη σκουπίζωντας τα δάκρυα φάνηκε εστω προσωρινά να τον συγχωρεί.
Σταμάτησε επιτέλους να κλαίει και όλα επανήλθαν στην φυσιολογική τους ροή, εκτός απο μερικούς που πηδούσαν πλέον στο κενό.

Τίναξα τα νερά απο τα παπούτσια μου και ήμουν έτοιμος να φωτίσω ολοκληρωτικά το δωμάτιο, ώσπου ξανα άκουσα τον Μπλε να εκλιπαρεί.

«Δεν μπορώ περισσότερο φώς… απλα ασε με να φύγω και να γυρίσω στην οικογένεια μου και δεν πρόκειτε ποτε ξανά να σε ενοχλήσω!»

«Μην ανοίξεις και το τέταρτο παράθυρο!»

Ξαφνικά όμως εκει που δεν το περίμενε κανείς… Ο ανδαλουσιανός σκύλος πετάγεται μέσα απο την οθόνη και με ένα απότομο σάλτο ορθώνεται μπροστά του!
Κοιτάζει κατάματα τον Μπλέ, στο στόμα του σφίγγει ένα πιστόλι, σαν να ήθελε παιχνίδι κουνάει την ουρά του και προσμένει .

 «Τι είναι αυτό;;; Τι να κάνω, βοήθησε με σε παρακαλώ ή άφησε με επιτέλους να φύγω απο αυτη την τρέλα!!»

 Βρισκόμουν ακριβώς στο ένα μέτρο απο το πιστό τετράποδο, χαιδεψα στοργικά το απαλό του τρίχωμα και αποκρίθηκα γαλήνιος προς τον Μπλέ.

 «Στο χέρι σου είναι όλα, άκου σε με καλά, το όπλο μόνο να ξέρεις πως ειναι γεμάτο»
 «Αυτο δυσκολευει την θέση σου ή τα κάνει όλα πιο ευκολα»

Λέγοντας τα παρακάτω ξανακάθησα μαζί του στο τραπέζι και συμπλήρωσα:

 «Με καθαρίζεις εδώ και τώρα» ...

«Αυτοκτονείς» ...

«ή ….»

Και πριν προλάβω καν να ολοκληρώσω την εναλλακτική στην πρόταση μου βλέπω τον Μπλε που είναι σχεδον έτοιμος να αρπάξει το πιστόλι…


«ή Τι!! πες μου την εναλλακτική τώρα!» σφίγκωντας στις παλάμες του το όπλο.

«Του το πετάς πίσω για να παίξτε!»

 Τι χαριτωμένα τετράποδα που είναι οι σκύλοι και πόσο αγαπάνε το παιχνίδι, δεν συμφωνείτε;!