.

Friday, November 28, 2008

Βάρος



Είμαι ενας ανθρωπος. Αυτη η καρέκλα που καθόμαι με ανακουφίζει ομως τρίζει. Αληθινά δεν ακούω τίποτα το σοβαρό μα να σας πω το παρατήρησα εχθες. Μόνον αυτον τον αόριστο ήχο που φευγαλέα μου γρατζουνάει τα αυτιά. Ειναι όμως αρκετό για να με ανυσηχει. Αυτο καμοια φορά με κάνει και να στεναχωριέμαι. Οπως είναι Δευτέρα ή ξημερώματα Τετάρτης τον ακουω. Είμαι ενας ανθρωπος που κάτι τον ανυσηχει. Σήμερα είναι Πεμπτη και συμβαινει το ίδιο. Ξημερώνει και ενω όλα φαινονται γαλήνια πίσω απ'΄το παραθυρο, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ λόγο αυτου. Κοιτιέμαι στον καθρέφτη, αναζητώ την ζυγαριά μεσ'΄το σπίτι και την ξεθάβω απ΄το πατάρι. Στέκομαι μπροστα της για ώρες και απο πίσω της και περιμετρικά στριφογυρίζω μεχρι να ανέβω. Ανάλαφρα ακολουθώ το σκαλί που με αριθμει, τοποθετώ εκεί το πρωτο μου πόδι και ξανακοιτάω με κλεφτές ματιές τον καθρέφτη. Το υπόλοιπο στο σώμα μου το σκέφτεται που θα καταλήξει. Είμαι ενας ανθρωπος. Παραδίνομαι ολόκληρος με δισταγμό, το κορμί μου είναι αρκετό για να το προγραμματισει το ζύγι. Αναμονή και όχι κάτι απο αυτα που σκέφτομαι.Τα ίδια κυβικά οπως και χθες, ισως και κάποια περισοτερα μαζί με την ανασφάλεια . Αυτο είναι κακό όπως κατι κακο που είναι ανθρώπινο. Είμαι ενας ανθρωπος βαρύς. Βγάζω τα ρούχα μου και περιφέρομαι στο σπίτι ανησυχος. Κοιτώ στο βάθος του δωματιου την καρέκλα που είναι ταμένη στο παραθυρο. Κοιτώ τον καθρέφτη που είναι στραμένος προς το σπίτι, ξανα ανεβαίνω την ζυγαριά με ενα σάλτο. Βλέπω τον εαυτο μου που ειναι ενας ανθρωπος και του τοποθέτησα δυο πόδια. Πραγματι, δεν έχει αλλάξει τίποτα, αρκει να το πιστέψω. Απόψε το βράδυ δεν θα φάω τίποτα χορταστικό. Χαζευω τον καθρέφτη ξανά αφου περάσουν τα λεπτά και τα άλλα. Τα μαλλιά μου με βαραίνουν και έτσι αποφασιζω να τα κόψω. Παιρνω το ψαλίδι αφου ανάψω ένα τσιγάρο και αρχίζω σχολαστικά την κόμη μπρος στον καθρέφτη. Πεφτουν οι τρίχες ατακτα στα πόδια μου και η στάχτη και εγω μόνο ξανασαίνω ικανά. Χτυπάει το τηλέφωνο μα δεν απαντώ σε αυτον που κτυπάει. Μόνο βγάζω τον καπνό και κάνω κύκλους. Δεν νομίζω οτι κάποιος θέλει να αντικρήσει τα καινούρια μου μαλλιά.

Τελείωσα και δεν μου πήρε πολύ η δυσκολη διαδικασια. Ξανα ανεβαίνω στην ζυγαριά επειτα απο διαστημα μια ώρας που με υπηρετούσε η σκέψη. Είμαι ενας ανθρωπος σκεφτόμουν και ειλικρινά ήμουν αβέβαιος. Η ζυγαριά καρφώνεται ξανά στο ίδιο νούμερο. Χοροπηδώ και ανακατέβω τα νούμερα μα δεν υπάρχει η μουσική. Ταλαντευεται ο δεικτής και επειτα απο καποια στιγμή καταλήγει στο ιδιο συμπερασμα. Εκατον-Εντεκα ακριβώς. Μα πως μα να μην ειναι αδύνατον; Κοιτιεμαι στον καθρέφτη πάλι. Βραδυάζει. Θρονιάζομαι στην καρέκλα σκεπτικός. Νομίζω πως δεν χωράω σε αυτο το παράθυρο μα το σκέφτομαι. Είμαι ενας ανθρωπος και έχω ενα υπνοδωμάτιο. Κοιτώ εξω απο αυτο και πιο πολυ τα πόδια μου αγγιζουν την πραγματικότητα που είναι απλωμένα στον εξώστη. Πέρνω το ψαλίδι και τα αφαιρώ το ένα προς ένα. Πλέον δεν έχω πόδια και ίσως να μην ξανασηκωθώ. Βλέπω κάποιον που κατευθυνεται προς την αυλή μου περπατώντας. Ακουω τα βήματα του που πατάνε τα φυτά μου. Φαντάζομαι τον ήχο της πόρτας αν θα θελησει να την χτυπησει. Φανταζομαι την αισθηση της παλάμης του αν θα θελήσει να σφηξει την δικια μου αφου μου χτυπήσει την πόρτα αφου μου έχει πατησει τα φυτα. Έχω ακόμα δάχτυλα τα κράτησα για φυλαχτό. Φαντάζομαι τι κρατουσε πριν με αυτο το χέρι. Ίσως και ένα απο τα πιο όμορφα λουλούδια του κήπου μου. Λίγο πριν σκεφτεί να με επισκεφτεί. Αυτο το βάρος εξαφανίζει την ψευδαισθηση οτι κάποιος θα έρθει και ίσως αργίσω να τον υποδεχτώ. Τον επεξεργάστηκα πολυ, ήδη. Ομως οπως και τίποτα. Κάποιος θα ερχόταν έστω και να μου πιει το αίμα. Βάζω επιδεσμούς/δένω τα πόδια μου και σταματώ την αιμοραγία.

Ουδέν θόρυβος σε αυτο το σπίτι και νιώθω το ίδιο βαρύς απο την μοναξιά και την συγκίνηση, οπως για λίγο πριν που την ονειρευτηκα. Εχω σφραγίσει ολα τα παραθυρα και προσεκτικά παρατηρώ την σιγή στο δωμάτιο. Ενας κάθεται μόνος σε μια καρέκλα και περιμένει τον κτύπο. Τικ Τικ Τικ ακούγεται ο λεπτοδείκτης κολημένος απ'το ρολόι που σταμάτησε τον χρόνο. Σταματησε ο χρόνος. Και λίγο πριν κάνω να σηκωθώ έρποντας να τον ξεκολήσω ακούγεται το τριξιμο στην καρέκλα, ξανά. Τούτος ο ήχος που δεν είναι και το τρομέρο απαριθμει την καρδιά μου! Ξανά και ξανά και ξανά! Ορθώνομαι λειψός και σέρνομαι προς την ζυγαριά. Ψαχουλευω το γρανάζι και την ρυθμίζω πριν απο το μηδέν, να την μπερδεψω. Όμως παρ'ολα αυτα καταλήγει ο δεικτης στον ίδιο αριθμο όπως και πρίν! ΕκατωνΕντεκα και τώρα. Κοιτάω την καρέκλα στο βάθος που κοιτάει προς το παράθυρο. Πλησιάζω να δω αν τώρα μόνη της τρίζει, ομως δεν το κάνει και το ξέρει. Κοιτώ τον καθρέφτη και προσπαθώ να ανακαλύψω τι περιττό υπάρχει στην μορφή μου. Θωρώ τον καθρέφτη οπως ενας ανθρωπος κάνει. Είμαι εγω αυτος που έιμαι και με παρατηρώ. Αυτα τα μάτια που αποτυπώνει ο καθρέφτης με κοιτάνε αποκρουστικά. Ασήκωτα, σιγουρα έχουν πολυ βάρος να σφραγκίσουν σε αυτο το καμπυλωτό και ομορφο αλλωτε προσωπο. Ορθά με βαρένουν, αυτα και οτι εχουνε δεί αυτα. Ουρλιαχτά που ήμουν ενας ανθρωπος. Για λίγο και ας μην έχω πόδια να τρέξω. Και για λίγο η ηρεμία ξανά. Ξανα, ξανά παίρνω το ψαλίδι και με τους αγκωνες αφαιρώ το δεξί μου μάτι. Τρέχει το αίμα στους νώμους μου και στην ποδιά, μονοφθαλμος το κοιτώ μα περισοτερο ουρλιάζω. Ο πόνος σταμάτησε μετά. Εντεκα και Εντεκα ακριβως σταμάτησε ο πόνος και αρχίσαν οι κτύποι. Ο δείκτης κινειται νοητά, αφηνει πίσω του την αποδειξη της εκπνοής και τον τρόμο. Είμαι ακόμα ενας ανθρωπος αν αναρωτιέστε για αυτο.

Ανασαινω με ενα μάτι και ειμαι ενας ανθρωπος που καπνίζει. Τι διαφορετικό; Κοιτάω τον καθρέφτη όχι πονηρά, δεν του κλείνω ματιές. Είναι δύσκολο να εστιάσω με το ένα μου μα θα το συνηθίσω αν έρθει ο καιρός. Ξανά. Σαν έρθει ο καιρός. Ξανά. Αναζητώ την ζυγαριά που βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μα το ένα μου σκαλώνει Ξανά στον καθρέφτη. Ερπομαι δυσκινητα και καταληγω. Εχω ενα ματι και όχι δύο απ΄τα χέρια μα ειμαι ενας ανθρωπος που κοιτάει τον καθρέφτη. Είμαι ενας ανθρωπος που ξανά κοιτά τον καθρέφτη. Τωρα ίσως λίγο σωστά με φανερώνει, μα θα είμαι και πιο ελαφρύς; Φτάνω στον ζυγό και χτυπάει το τηλέφωνο. Ξανά. Ποιος θα ήθελε να χωρέσει το βλέμα μου; Ποιος είναι αρκετος να καταλάβει την αγκαλια μου; Σιγουρα και δεν απαντώ σε κανέναν. Με ενα γρήγορο "βήμα" διαπιστώνω πως πράγματι έχασα έντεκα απο της μέτρησης. Όμως τώρα τι γίνεται αν σταματήσω που όλα πάνε ανάποδα; Ειμαι πιο ελαφρύς κατα έντεκα και κέρδισα πιο πολλά απο αυτα που έχασα. Ωραία μάτια και αηδίες. Θα την αλλάξω την ζωή μου και αυτο αποφάσισα. Κανενας ανθρωπος αριθμητης ποτε δεν υπήρξε οραματιστής. Ξεκάθαρα τα μάτια μου είναι μια απόδειξη οτι με βαρένουν, έτσι αποφασίζω να αφαιρέσω και το 2ο. Βαρετά. Και το κάνω αμέσως δίχως δισταγμο και με λιγοτερο πονο τουτη την φορα.

Τυφλός πλέον κουτουλάω στους τοίχους, ψηλαφίζω τα αντικείμενα και αναζητώ την ζυγαριά. Ανεβαίνω πάνω σαν σκουλίκι μα δεν μπορώ να ξέρω το ακριβές. Δεν γίνεται να δω τα νούμερα και εστω να νιωσω την ανθρωπινη απιστία. Αυτο με κάνει πιο βαρύ γιατι δεν ξέρω τι βλέπω. Ειμαι ενας ανθρωπος τυφλος και βαρυς ομως χρειάζομαι εναν άλλον. Ευτυχως που δεν έχω έναν σκύλο γιατι θα ήθελε την τροφή του. Μα ποιον να εμπιστευτώ να ερμηνευσει τους αριθμούς; Ποιος μπορει να μου πει το νουμερο που θέλω εγω να δώ ασχετα απο την διαταγή; Μήπως η Σούζη; Ϊσως να προσκαλούσα κάποιον απο τους φίλους της, μα θα μου έλεγε την αλήθεια;. Μαλλον όχι, τοσο καλος που ήταν μαζί και όλοι μαζί. Οστοσο δεν χρειάζομαι την αλήθεια περισσοτερο απο την πίστη. Πρέπει να δικάσω τον ήχο, λίγα μου απομείναν και όχι τα πολλά. Η μόνη αποδειξη ειναι η αφή και σίγουρα η καρέκλα.

Έρπομαι ένα σίχαμα αναζητώντας την μεσ'το σπίτι και επειτα απο ώρες φτάνω στο δωμάτιο με το μεγάλο παράθυρο. Δεν ξέρω αν η καρέκλα είναι ακομα στραμένη προς το παράθυρο, νιωθω μονο το σκοτάδι και αυτο που φαντάζομαι οτι υπάρχει μέσα σε αυτο. Ομως θα ανοιξω τα μάτια αφου πιστέψω σε τουτο που θέλω και ισχυει ακαμπτα ο χρόνος. Ειμαι ενας ανθρωπος που δεν βλέπει μα κλείνει τα μάτια στον χρόνο. Είναι εκει το πουπουλένιο ,αγγιζω μια ανάμνηση, το μαξιλάρι αρα είναι εκει. Η θέση της οπως την ανυσηχησα, αραγε κοιτάει προς το παραθυρο ή στον καθρέφτη; Οπως και να' χει αρκει να κάτσω να αναπαυτώ και παρακαλω ας μην τρίξει. Παρακαλώ ως ανθρωπος που παρακαλεί να μην τρίξει και μόνο αυτο. Παρακαλώ που είμαι ενας ανθρωπος τυφλός και κουτσός να μην γίνει η αδικία. Περναν οι ώρες, και όχι, αφουγκράζομαι καθαρά και τις βλεφαρίδες μου που ανοιγοκλείνουν δειλά. Ακούω τον ήχο που αφήνουν οι κλειδώσεις στα πόδια μου. Ακούω τις πατούσες μου που φωλιάζουν στο χαλί. Και ας μην έχω τίποτα απο τα σταθερά αισθητά. Αφαιρώντας την όραση κορυφώνεται η ακρόαση. Θέλω και να τρέξω τον παλμό, ακομα και να πετάξω το βλέμα. Ενας λόγος παραπάνω για να είμαι σιγουρος οτι αυτη η καρέκλα ακομα τρίζει .Εγγυηση οτι ακομα είμαι ενας ανθρωπος.

Ομως κοιμάμαι σαν το ζωο και ξυπνω, σιωπώ και δεν συμβαίνει τίποτα το ανθρωπινο. Μονο η τυφλα μου που κατευθυνει την όραση καθως περνάν τα χρόνια να σας πω. Μονο η ακινησια μου κατευθυνει την ταχυτητα καθώς περνάν τα χρόνια να σας πώ. Ακουω τα πουλιά και τα παιδιά στην αλανα βλέπω, ο κόσμος όλος φαινεται διαφορετικος με αυτα τα γυμνα μου μάτια. Ξέρω ποιος θα έρθει και ποιος γύρεψε την εκδοχή μου. Ξέρω τι είναι να ειμαι ενας άνθρωπος.

Και μετα... ξαφνικά μια απο τις μέρες που συνηθισα ...η παυση. Μια ουτοπία σαν να ακουστηκε απο το ίδιο το τίποτα. Παγωνει το κορμί μου, θαρρω πως για δευτερόλεπτα έχω την εξήγηση και ας είμαι μισός. Η καρέκλα άξαφνα τρίζει και γι'αυτο είμαι βέβαιος. Δεν τρομάζω μα δεν ξέρω πως είναι το δυνατόν. Ξανά; Σηκωνομαι αποτομα και νιώθω τα χέρια μου υγρά, θαρρω πως εσπασα τον καθρέφτη. Τρόμος και οχι εξηγηση. Ξέρω που βρίσκομαι δεν μου λείπει το αρκετό. Το αίμα θα'ναι κατακόκκινο αν θα υπήρχε κάποιος εδώ να ορίσει το χρώμα. Ομως οχι, περαν απο την αμφιβολία. Να ξέρω τι έμεινε. Αναζητώ με την αφή τον διακόπτη της εξώπορτας και καταλήγω στο μπαλκόνι. Ξεδιπλώνω με ανασφάλεια την ασφάλεια. Εξω στο κενό ως ανθρωπος και όχι ακροβάτης. Αγγίζω τα κάγκελα, το ελαφρυ αγερακι δεν ξέρω τι μου κάνει. Αν είχα πόδια, αν είχα μαλλιά και αν είχα μάτια , ολα αυτα με τον αγέρα θα μπερδευόντουσαν. Τωρα ομως έχω ενα ψέμα και μια διαισθηση οτι δεν έχω τίποτα το αναγνωρισιμο και αυτο βαραίνει την ψυχή μου. Οχι δεν ήμουν ποτε ανθρωπος οπως σας είπα. Λένε πως η ψυχή ζυγίζει κάποια γραμμάρια. Αυτο μόνο έμεινε και θα'μαι πάλι ελαφρύς. Ανθρωπος ελαφρύς θα είμαι. Και πάλι, ξανά. Η πτώση οδηγεί στην ανόρθωση και ο χρόνος καμπυλώνεται όπως οι αριθμοί.

Αντίο Σούζη και βγάλε βόλτα τα σκυλιά.

Saturday, November 08, 2008

ά-tiλT-ο 02


Μου είπε: "Αυτο το συννεφο κρυβει τον ηλιο μα οχι για πολυ". Τυλίχτηκε αυτη στα πόδια μου σαν γάτα δημιούργημα απο τις μυρωδιές και με σιγουριά απάντησα: "Θυμαμαι ακομα πως είναι να μην συμφωνω μαζι σου".
Κατι μπλεχτηκε στην σκονη απο το πατωμα, ξανασηκωθηκε απο το αεράκι και πέταξε εξω απ'το παράθυρο. "Γι'αυτο θα έχεις απόλυτο δίκιο" ολοκλήρωσα. Ακούστηκε αγάλια και με νάζι αμέσως η φωνή της: "Θυμασαι, μα το ξερω και το καταλαβαίνω". Περπάτησε να ανοίξει τις κουρτίνες και στάθηκε εκεί, θα ήταν όμορφη. Μου ειπε: "Εκεινο το συννεφο, αυτο εκεί... το βλεπεις;" και μου εδειξε το ίδιο συννεφο για δευτερη φορά. "Κρύβει τον ήλιο". Συνέχισε λέγοντας: "Κρατα τα ματια σου ανοιχτα. Δώσ'τα μου τουλάχιστον να σου δείξω". Δεν θελω να κοιτάω τον ουρανό χωρίς λόγο, δικαιολογήθηκα. "Ο χρόνος μου είναι σημαντικός και αυτο θα έπρεπε να το ξέρεις. Προτιμώ να κοιτω τα μάτια σου που ειναι το ίδιο γαλάζια και πιο φωτεινά". Χαμογέλασε και τόσο ευκολα μου είπε "Είσαι ακόμα χαζορομάντικούλης, ε;". Ξαναπήρε τον λόγο και αμέσως αποκρίθηκε: "Τι θέλεις να συζητήσουμε τώρα που είμαστε γυμνοί; Θέλεις να πούμε για το πως έχει η πραγματικότητα;" και ακούμπησε ένα απαλό μαξιλάρι γύρω απ'το αιδοίο της. Όχι απο ντροπή, δεν το νομίζω. Συμφώνησα ετεροχρονισμένα και με ασυνέπεια ως εραστής ή συνομιλητης απάντησα "Ναι, ας πούμε για αυτο που πρότεινες μόλις πριν". Μου ειπε: "Κοιτα. Εκεινα τα παπουτσια, κοιτα και και εκεινα τα αδύνατα ποδια", εξηγησε τις διαστασεις. Είναι δικά σου. Συνέχισε λέγοντας: "Εκεινη η πόρτα ανάμεσα στον τοίχο δεν ανοίγει οπως παλιά". Με αγγιξε, εκανε την παλάμη της μια μπουνια και με χτυπησε απαλά στον θωρακα. Μου είπε: "Αυτα τα ρούχα που είναι πεταμένα στο δωμάτιο, χθες πάλι τα φορούσες". Ειπε έπειτα περιφραστικά "Αυτο το συννεφο, ακομα κρύβει τον ήλιο". Στην ίδια πρόταση πρόσθεσε: "Δεν βλέπεις αυτο το σύννεφο που κρύβει τον ήλιο γιατι δεν έχεις κοιμηθεί σαν παιδί". Αναστέναξα ενω αυτη μουρμούριζε σαν χειμαρος. "Και αυτο, γιατι αμφιβάλεις για όλα αυτα που σου έχουν δοθεί. Πολλοί θα σε ζήλευαν" και τούτη την στιγμή με κάρφωσε στα μάτια επιφέροντας την κρίση. Αποκρίθηκα εγώ απολογητικα "Μα εσυ, οπως και εγω, δεν εχουμε κλεισει μάτι, γι'αυτο απλά κοιμήσου τώρα αμέσως όπως και να΄χει. Αυτα θα τα συζητήσουμε την επομένη". Μου ειπε "Ότι και αν σκέφτεσαι, για εμένα είναι λεπτομέρειες, αρκει που ειμαστε μαζι" και ζούληξε τοσο δυνατα το μαξιλάρι που πετάχτηκαν τα πούπουλα. Ακολουθήσαν έντεκα λεπτά σιωπής και της εξήγησα: "Εχεις δικιο, ομως για ποσο;". Είπε αυτη: "Τα λογια μου μετα απο τόσα χρόνια ειναι παγωμένα μα πρέπει να'ναι και τα δικα σου;". Της ειπα: "Ναι, μπορεις να σκεπάσεις τα αυτιά σου και τώρα κοιμήσου". Μου ειπε: "Μα δεν ακούω τίποτα απο αυτα που λες, δεν το νιωθεις;" Μου ψιθύρισε οτι δεν ήθελα να ακουσω στο αυτι και εβαλε το στομα της στο δικο μου. Δεν κοιταξα τι υπάρχει μεσα, αφέθηκα έρμαιος σαν μια τυπική επίσκεψη στον οδοντογιατρό. Κάποτε αυτο το στόμα με νανούριζε σαν μια σονάτα στο πιάνο. Σκέφτηκα πόσο διαφορετική είναι η κάθε γλώσσα αλλα οχι μεταφορικά. Δαγκωσα το καπάκι απ'το στυλό για να ξεπλύνω την γευση της. Σαν μια επίσκεψη στον οδοντογιατρό που φτύνεις τον νεροχύτη πριν αντικρύσεις το καινούριο σου χαμόγελο. Μου είπε: "Χαιδεψε με έστω απ'τα μαλλιά και σταμάτα αυτην την στιγμή να γράφεις". Την ακούμπησα όπως ακουμπας εναν μωρό που πρέπει να αποκοιμηθεί στον καναπέ και αποκρίθηκα: "Είναι ωραία τα μαλλιά σου γιατρέ τώρα που είναι καστανά οπως παλιά και θα το αναφέρω στο γραπτό μου".

Κοιμήθηκε σαν άγγελος που δεν τον ξέρει κανείς. Θυμηθηκα χωρις λόγο τοτε που ημουν μικρος, θα κρυβομουν στο τελευταιο θρανιο. Ίσως λόγο αυτης της συνήθειας να δαγκώνω το στυλό. Δεν περάσαν ώρες και είπε μεσα απο ανθρωπο που παραμιλάει στον ύπνο του "Δεν εισαι παιδι πλεον, σταμάτα να νοσταλγείς". Της ειπα: "Εχεις κατι να προσθεσεις σε αυτα που γραφω εκτος απο το να διαβαζεις την σκεψη μου;" Μου ειπε: "Γραφεις αρλουμπες αλλα εχεις δικιο πως διαβάζω την σκέψη σου". Εφυγε προς την κουζινα και έσυρε μαζί της τα λόγια "Εγώ σε ξέρω καλά, ίσως καλύτερα τώρα". Πήγε να φέρει μαζί της το Σάββατο ή κάποιον πετυχημενο μήνα απ' τα παλιά. Δεν ξέρω αν ήταν όμορφη όπως τότε γιατι δεν ήμουν σίγουρος για το πως δείχνω εγώ. Φοβόμουν πραγμάτικα να την κοιτάξω κατάματα. Όπως και εγώ. Στο δωμάτιο αυτο κάποτε υπήρχε ενας καθρέφτης συνδεμένος με μια μπρίζα. Της ειπα απο μακρυα "Δεν εχεις δικιο" και ήθελα μονο να γυρίσει. Χρειαζόμουν μονάχα εναν καθρέφτη και θα της τα εξηγούσα όλα. Ξεχασα να της πω οτι δεν μου αρέσει η λέξη "αρλουμπες" και η πραγματικότητα. Τιποτα απο τα δυο δεν χρησιμοποιω στην ζωή μου. Θα της το επισημάνω αφου επιστρέψει. Είχαμε τόσα πολλά να πούμε και αυτο με τρόμαζε. Αν ήταν ακομα Παρασκευη βράδυ θα ήμουν μόνος και θα κοιτούσα τον καθρέφτη. Ή μια οθόνη πνυγμένη στις λέξεις, καθρέφτη της ψυχής μου. Τυλίχτηκα κάτω απ' τα σκεπασματα με δέος για ολα αυτα που έχω και κοίταξα αυτο το σύννεφο που κρύβει τον ήλιο. Αυτο, γιατί να μην μπορώ να το αλλάξω; Πράγματι, στεκόταν ακόμα στην ίδια θέση οπως και πριν. Μου επεσε ο στυλος αλλα ολα ηταν ενα συνηθισμένο ονειρο που βρίσκεσαι παραλυτος. Λόγικα τελείωσα με οτι οδηνηρό και αν έγραφα. Θα είχα σημειώσει"Είμαι μόνος γι'αυτο και θα ξανάρθω για να μην είμαι μόνος" ή κάτι τέτοιο επιτακτικό, ωστόσο ανόητο εκφραστικά. Γυρισε με δύο ποτήρια και ενα παραξενο χαμόγελο. Ήθελα να της πω πως είμαι χαρούμενος αλλα προφτασε αυτη λέγοντας: "Γραφεις μοναχα οταν εισαι δυστυχισμενος και παρατάς τις σημειώσεις σου εδώ". Της ειπα "Γραφω μοναχα οταν ειμαι μεθυσμενος, τουλάχιστον όμως επιστρέφω". Μου ειπε: "Μα παντα εισαι μεθυσμενος όταν μου χτυπάς ξημερωματα την πόρτα" και μου προσφερε το ποτήρι με το ουισκι. Της ειπα "Οπως και παντα θα υπάρχει το Σαββατο για να με περιμένεις". Με ρωτησε αν ξέρω τι θα κανουμε απόψε. Είπε: "Έχεις ιδέα τι θα κάνουμε απόψε;". Ηταν πρωι και ευτυχως δεν ακουγοταν η απάντηση. Μονάχα μια μαγευτική μουσική απο τον κάτω όροφο. Κάποιος μελετούσε Μπάχ στο τσέλο. Ενοιωσα τοσο ευτυχισμένος και γι'αυτο έπρεπε να φύγω. Δεν είχα ξανακούσει πως ολοκληρώνεται το Αλεμάντε στο Τσέλο. Ξαφνικά ολο το δωματιο λουστηκε απο φως και είδα τα μαλλιά της να είναι ξανθά και λαμπερά. "Πότε τα ξαναέβαψες" ρώτησα ενω ντυνόμουν. Είπε: "Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά, υποσχέσου το." Της ειπα "Eγω και εσυ θα κατακτησουμε τον κοσμο". Αυτον τον διάδρομο σε αυτο το σπίτι τον έχω ξαναπερπατήσει. "Εχεις δικιο, είσαι αδιόρθωτος" την ακουσα να παραμιλάει καθως άνοιγα την πορτα. Κατεβηκα τις σκαλες, οχι βιαστικα, εστριψα ενα τσιγαρο και κατρακύλισα σε 3 καρέ pal ανα σκαλοπάτι. Πίσω απο αυτην την πόρτα ακουγώταν υπόκοφα ο ζεστός ήχος απ'το τσέλο. Χάζεψα λιγο το όνομα στο κουδουνι και έπειτα βρεθηκα στο αμαξι μου. Δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στον "καθρέφτη".
Τι περιεργο που ενας ανθρωπος ενω θα μπορούσε να κοιτάει απλά τον ουρανό για ώρες τώρα κατεβαινει τις σκάλες για να χαθεί μεσ΄τον εαυτό του.
Τι περίεργο που πάντα πίσω απο καθετι όμορφο
υπάρχει ενας τοίχος ή μια πόρτα.
Τι περίεργο που δεν είμαι τολμηρός όπως παλιά.
Αυτο το σπιτι το εχω ξαναδει αλλα απο διαφορετικη γωνια.
Σιγουρα τα ματια μου λειτουργουν οπως και μια καμερα.