.

Friday, September 26, 2008

101




Το καινουριο μας παιχνίδι το βαφτισαμε τσακάλι. Ναι. Εχει και πολυ πλακα που παιζουμε μαζι του, το διασκεδαζουμε και ποτε δεν σκεφτήκαμε για τα μπερδέματα, δεν το ρωτησαμε αν νιωθει το ίδιο με εμάς, ουτε για αστειο, ουτε για πλακα! Ειναι αλλοκοτη ολιγον η μορφή του, μα δεν μοιαζει σε τιποτα με το τσακάλι, αν αυτο σας δημιουργησε τα πρωτα συμπερασματα. Λαθος. Δεν ειναι παιχνιδι σαφώς, εμεις ομως σαν παιδια που είμαστε, παιδιαρίζουμε μαζι του και δεν μας νοιάζει, και δεν μας καιγεται καρφί!

Σκύλος είναι, κουτάβι με βεβαιότητα, υπήρξε. Εγω και τα αδέρφια μου το λαχταρούμε. Η αληθεια ειναι πως δεν θελαμε σκυλο εξ'αρχης, κανεις μας, το καταδεχθηκαμε το καλοδεχθηκαμε το ζωντανο, μα η αληθεια να λεγεται, τον σκυλο εμεις, ποτε δεν τον θελησαμε! Τον προτοειδαμε πισω απ'την βιτρινα να στεκεται στο σκονισμενο καλαθι και ποσο χαριτωμενα κουνουσε την ουρα του, το θυμομαστε μεχρι και τωρα, πραγματι ετσι το εκανε και με περισοτερη απολαυση. Ωστοσο και με πικρία σαλευε χαμω απ'την κουραση επειτα απο δυο,τρεις τουμπες, αλλα τι να κανεις; ζωο είναι,σταματημό δεν έχει.

Αυτη η λυπη στο βλεμα του δεν μας αποθαρυνε καθολου, περιεργο μας φανηκε, αυτο και ενδιαφερθηκαμε, διαφορετικο απο ολα αυτα που ξεραμε, ισως και η πρωτη επαφη, ναι και ολα αυτα που μας κανουν ανθρωπους. Η σταση του μεσ'το καλαθι εξεφραζε αδημονία, αποσταση που μπορεί να σπάσει με μια λέξη, ένα νευμα προς την κλειδαριά, μια κινηση του χεριού βαθιά η χούφτα στην τσέπη και αμεσως ομοφωνα απαιτησαμε απο τον ιδιοκτητη: Αυτο το κουταβι το θελουμε για εμας, το θελουμε δικο μας και πρεπει να ερθει μαζι μας, πατέρα, μητέρα! Ετσι και εγινε, πληρωσαμε με τα λεφτα μας (ο πατέρας πλήρωσε), το συσκευασαμε και το φεραμε στο ακριβο μας σπιτι, χαρουμενοι για το καινουργιο μας αποκτημα το πετάξαμε κατω απ'το τραπεζι να φάει οτι και εμεις. Βολευτηκε με τα λιγα αν και διαπιστωσε πως υπαρχουν εδω τριγύρω τα πολλα, το εκαμε και ξανά, σιγουρα μας αναγνωρισε και ετσι περνουσαν οι μερες αρμονικά με τον σκύλο που εμεις, οι αφεντες του, θα μεταμορφωναμε σε τσακαλι.

Με τον καιρο,για να φτασουμε σε αυτο, αλλαξαμε ως οικογενεια, αλλαξε και αυτο καθως μεγαλωνε, ασχημηνε η οψη του γαμω, τα αυτια του γιναν μεγαλα σαν λαγου και δεν ξερω και γω σαν τι ζωου, πεταμένα σαν πουτσα ντε-γκαβλέ γαιδαρου ξεσκονιζαν τα επιπλα που καβαλούσε απο τρέλα, τους διαδρομους που υποπτα θεωρούσε απο τρέλα, η ουρα του διπλωμένη σαν γουρουνιου, απο τρέλα μαλλον, ακομα και τα μάτια του αν θα θυμιζαν σε κατι απο κουταβιου, αυτο θα ηταν ενα χαζο κουταβι, τρελό, του δρόμου και ασχημο, ασχημο πολυ σας λεω, και μονο αυτο, σε εναν δρομο απεραντο να βρομάει σαν ψοφίμι, αδυναμο ως και να αναζητήσει την τροφή του στα σκουπίδια, και μόνο ξανα, τοσο αποκρουστικό που κανεις τρελός απο εσάς δεν θα ηθελε να βαλει στο σπιτι του. Αρχισαν οι διαφωνίες αν θα πρεπει να τον κρατησουμε, η πρωτη απο τις αδερφες μου εμεινε εγκυος με τον κυπουρό που είχε βαλει στην δουλεψη του ο πατερας να προσέχει τα αυτα που ανθίζουν και τα προβληματα δεν αργισαν να περασουν απ΄την βαριά πυλη της βίλας. Καναμε μηνες να καταληξουμε στο τελικο του ονομα οπου αυτο και θα καθοριζε την παραμονη του, συζητηθηκε σοβαρα το αντιλοπη, για μέρες η αγελαδα, ο ελεφαντας, ο αλκοολικός πατερας Ντάνιελς ενα βραδυ μεθυσμενος προτεινε το "Τζακ" και εσκασε στα γέλια, μα κανεις μας δεν γελασε. Ακολουθησε σιωπη, απλως τον αγνοησαμε... απο σεβασμό, χαμηλωσαμε τα κεφάλια και απομειναμε σκεπτικοι κατω απ' το φως του καιριου. Η οριστικη αποφαση ηταν της σοφής μητερας, ακριβως το επομενο πρωινο μας φωναξε στην τραπεζαρια για να μας το ανακοινωσει.

Που ειν'το τσακαλι, που κρυβεται το δαιμονισμένο! φωναζε ακομα απ'τα υπνοδωματια και αρχισε να κατεβαινει με μανία τα σκαλοπάτια. Φορουσε ενα παράξενο μαυρο πανωφορι που εμένα να πουμε με ξαφνιασε έτσι που την είδα, με μεταξένιες πιέτες, που είχε και να σας πω τα μαυρα του τα χάλια, τα μαλιά της ηταν ανακατεμένα τοσο πολυ που μπλεκοντουσαν στις βλεφαρίδες, το βλέμα της άτονο φροντιζε μονο να καθοδηγήσει τα βήματα πως να φωλιάσουν με ασφάλεια στο σκαλί, οι κινήσεις της ξεπατωμένες πότε μπρος και πότε την έστελναν πίσω, η μικρη αδερφη μου αποκάλυψε πως την απαταει ο πατερας και ειναι δυστυχισμενη, εγω δεν ηξερα τι σημαίνει απατη μα ουτε και η δυστυχια, ομως την ακουσα πως κραυγαζε "Τσακάλι! Τσακάλι μου φερατε!!" και καταραστηκε το ζωντανό για πάντα μεσ'το σπιτι. Ετσι το βαφτισαμε, διχως δευτερη συζητηση, τσακάλι, συμφωνησαμε με την αμεροληψία της μητερας, οπως και παντα εμεις καναμε. Η μητερα μας είχε εμένα, τον μοναδικό γιό της οικογενείας και πεντε κοριτσια, μαζι με εμένα ειμασταν εξη, ελεγε ο πατερας στους περαστικους, αυτους που ρωτουσαν: ποιος εισαι εσυ που καταφερες μονομιάς να΄χεις τοσα;

Και παιζαμε μαζι του οπως ηταν μικρο. Του τραβούσαμε τα αυτια μπας και μεινουν όρθια, τα ποδια στην αρχη για παιχνιδι εγω και η μεσαια μου αδερφη να μοιαζουν με του τσακαλιού, τα ποδαρακια του που ηταν κοντα και οι πατουσες μικροσκωπικες, ακουγα τις φωνες μεσ'τα αυτια μου, τωρα θα ήταν ισα με ολο το κορμι του και κανα δυο ποντικους παραπανω, ακουγα τις φωνες μεσα μου, το καμαν να φαινεται σαν αυτους τους σουρεαλιστικους πινακες, που κανεις δεν καταλαβαινει, τιποτα δεν ακουει κανεις και ομως κοιτάει, αποσβολωμένος. Το βαψαμε στα χρωματα του τσακαλιού και γραψαμε στο τριχωμα με ανεξιτηλο μαρκαδορο: "Αυτος ο σκυλος μην σας ξεγελαει, ειναι ενα τσακαλι," και πραγματι ολοι αρχισαμε να πιστευουμε, και γελουσαμε, αναμφισβητητα περνουσαμε καλα και γελουσαμε με τουτο το εγχειρημα.

Δεν μας σταματησε κανεις. Συνεχισαμε να το τροποποιουμε (ετσι ελεγε ο πατερας πως του κανουμε). Του τροχίσαμε τα νυχια και εγω και η μεγάλη μου αδερφή, γίναν κοφτερα σαν ξυραφι, για αστειο μπορει και πετιεται με ενα σαλτο στο ταβάνι, τις φορες που δεν θελει να παιξει αλλο μαζι μας.
Μα, δεν φερεται σωστα, το ατιμο! Μας ενοχλει τελευταία πως ανταπωδιδει το παιχνιδι του, αν και το ξεκαθάρισε η μεγαλυτερη αδερφη με την λογική της: σκυλος θαρρει ακομα πως ειναι, μην σας αποθαρυνει, μας ειπε, και τρυπωνει απ'τα αθωα παιχνιδια στα γυμνα μας ποδια να τα γρατζουνισει, οχι εθελημενα και θα μάθει, σιγουρα οχι και με προθεση κακη, τοσο γλυκο που τον εχουμε συγκρατήσει στην μνημη μας, θυμάστε αδέρφια; Ναι, αλλα μας ενωχλει, δηλώσαμε εμεις, και παει καιρος η εικόνα της βιτρίνας. Οταν φοραμε τα πανινα παπουτσια,το νουμερο 38 προσωπικα εγω, δεν ειναι προβλημα, αν και προκαλεί με τα νυχια του σημαδια στο βερνικι, το ξεχνάμε και αυτο με μια στάση στον φτωχο τσαγκαρη της γειτονιας που σιγουρα ειναι ευδευμων απο την παρουσια του φρικιού μεσ'το σπιτι. Πανε καλα οι δουλειες, πανε καλα οι δουλειες δωξα τον Θεο, τον ακουσα να μουρμουρίζει καθως τα επιδιορθωνε μια απ'τις φορες.

Ομως εμεις ακομα και πριν απο το ζωντανο συμφωνησαμε πως θα κυκλοφορουμε διχως παπουτσια για να διατηρηθει ανεπαφη καθε γωνια του σπιτιου, ρητη αποφαση της μητερας και ναι, δεν διαφωνησε κανεις, ετσι και γινεται τα τελευταια χρονια που ζουμε σπιτικό με αρχες και ταξη. Ετσι το θυμαμαι, ετσι σας το μεταφερω. Ολοι το ξερουν αυτο θαρρω, και αυτοι που δεν το ξεραν, με τον καιρο, με τις ερωτησεις το μαθαν, λιγους απο αυτους που προσκαλεσαμε να δειπνισουν μαζι μας, και να μας πουν τα μυστικα τους. Τωρα ομως που μεγαλωσε και μπορει με ενα πήδο να γατζωθει στους νώμους μας; Κινδυνος... ξεκαθαρη απειλη! Ενα πρωι καθως μια απο τις αδερφες μου ετοιμαζοταν να παει στην δουλεια της(η πρωτη της μερα), λιγο πριν ανοιξει την πορτα, πεταχτηκε απο το πουθενα το τσακάλι και της διαλυσε το σμαραγδενιο περιδέραιο, αυτο που ομολογουμενως δεν θα έκανε μια μυγα ή ενα κουνούπι, κατεξοχήν θα της εξασφαλιζε την φροντίδα του εργοδοτη και περισσότερα μπονους και μια πολλα υποσχομενη καριερα.

Υπαρχει λοιπον το μειζων προβλημα πως το τσακάλι αποτελει απειλη γιατι μενει και αυτο μεσ'το σπιτι, πρόθεση αρχικη του ζωοφιλου πατέρα, μαλιστα εχει και τον δικο του χωρο οπως αυτος φροντισε και τωρα δισταζουμε να πλησιασουμε, ετσι μεγαλοσωμο που εχει γινει, σαν αρπαχτικο, μαθαμε να το φοβομαστε. Αλλα ειναι σιγουρα αργα για εξηγησεις, οσες προσπαθειες και να καναμε να το πεισουμε πως εδω δεν είναι ζουγκλα και πρεπει να κοιμαται εξω στον κηπο, οπως και οφειλει σαν ζωο, ηρθαμε αντιμετωποι με τα δοντια του. Μπορουν να αρπαξουν εναν αλλο σκυλο στα κυβικα του και να τον κατασπαραξουν μονομιας, ειδη το δοκίμασε με τον κακομοιρη του τσαγκαρη, πέντε λεπτά που τον αφήσαμε στην αυλή, στα κυβικα του ηταν ο δολιος μπορει και μεγαλυτερος και σιγουρα πιο αγριος ως μαντροσκυλο. Με τι σθένος λοιπον να τον αντικρούσει ενα μελος της σεμνής μας οικογενειας που ποτε δεν βρεθηκε σωμα με σωμα σε μια τοσο φρικαλέα μαχη! Δεν ειναι ογκωδης ομολογουμενως, ειναι ομως βιαιος, σαν τσακάλι, ναι! σαν τσακάλι! Τωρα δεν υπαρχει γυρισμος και δεν μπορουμε να ζητησουμε και τα ρεστα, εμεις τον φέραμε εδώ, ο πατέρας μας εγκαταλειπει με τα λογια, "Ετοιμαστειτε τωρα να πληρωσετε το τιμημα κι ο Θεος μαζί σας",δεν μας αφήνει για σουβενίρ κατι απο την περουσία του, ουτε τις οδηγίες για το πως δουλευει η καραμπίνα.

Ετσι περιμενουμε να περασει ο χρονος και να γερασει, να αποδυναμωθει, εστω και να πεθανει οπως και μας συμβουλεψε ο πατερας, για τελευταια φορα που τον ειδα, αλλα δεν ξερω να σας πω με ακριβεια το ποτε, ώσοτου και οι διαδρομοι στην βίλα ερημωσουν και τολμησουμε να βαδίσουμε ελευθεροι, δεν θα ξέρω, το πότε. Σαν ανθρωποι γερασμενοι που μετρανε τα χρονια, μετραμε τον νεο μας φοβο, κλειδωμενοι πισω απ'τα δωματια τις περιστροφές του κλειδιού και οχι τον θυμο μας, μετανιωμένοι είμαστε, μα οχι απ' τον θυμο μας. Εγω, η μητερα και οι πεντε αδερφες μου, μισουμε ο ενας τον αλλον οσο ποτε αλλοτε, γι'αυτο το κακό που μας βρήκε. Ομως δεν νιωθουμε ασφαλεις και που μετανοεισαμε, οσες στροφές και αν γυρισουμε το κλειδι παραμενουμε εδω, η λυτρωση δεν ερχεται, μυριζει τον φοβο μας το τσακάλι, τωρα ακομα και ο πιο τολμηρος απο εμάς θα δισταζε να το ταισει μηπως και υπαρξει η πιθανοτητα να ξεχασει την μυρωδιά της ανθρωπινης σαρκας. Μας μυριζει τακτικα, τα σαλια του πηγμένα ξεχυλιζουν σε αρμονία με τα ρυάκια απο το αιμα που ξεραμένο πληγώνει τα ρουθουνια μας, στις χαραμαδες κατω απ'τις βαριες και ατσαλακωτες πορτες ξεχυνεται, μα ποσο ακομα... πόσο θ'αντεξουμε ακομα! Τσαλακωνει τα σατεν ακριβα μας πουκαμισα ο εντρομος χτυπος της καρδιας μας , κατω απο τα ακριβα σατεν μας πουκαμισα, για οσο ακομα αργοχτυπαει. Σταματησαμε να κυκλοφορουμε ξυπολυτοι ,αδιαφορήσαμε αν θα βρομίσουμε τα ολομέταξα κιλίμια, αυτο τωρα ειναι το λιγοτερο, το κρυο ειναι τοσο τσουχτερο που το τακουνι μας δημιουργει εστω και μια ψευδαισθηση ζεστου αποηχου και μας ανακουφιζει η ιδεα πως υπαρχει ζωη σε αυτο το σπιτι, οπως παλια, οπως τότε που ήμασταν παιδία.

Η σιωπη ειναι σκληρή, τωρα δεν ακουγεται κανεις, τωρα αυτην την στιγμή που αναζητώ τις αισθήσεις μου, δεν ακουγεται κανείς. Ουδείς απο εμάς δεν ανασανει σε ενα απ'τα διπλανα δωματια και αυτος ειναι ο σκοπος, καταφερνει ετσι να διασφαλισει εστω και ενας την ελευθερια του ξεχωριστα, μεσα απο την απωλεια αναγνωρισης του αλλου. Οταν δεν ξερεις αν εισαι πραγματικα ζωντανος επιβεβαιώνεσαι στην ιδέα πως χαθηκε ο διπλανος σου. Ετσι και εφυγε ο πατερας, σαν το μπαλόνι που μου δώθηκε μικρος, σαν την ευθυνη της γνώσης και της απαντοχής, οπως ο θανατος πλησιάζει καθε μερα πιο κοντα για τον καθενα μας μοναδικά. Ειναι διπλα μας και δεν διστάζει να μας κοιτάξει στα μάτια, σαν καπνος που κιτρινιζει με τον χρόνο τις καταλευκες κουρτινες , αυτη η ανασα κομπος που σχηματιζει την απελπισια στα παγωμενα μας χνωτα, δεν ειναι η δικιά του, μα είναι εδώ. Κρεβάτι στρομένο οπως και χθές, με τα βελουδινα μαξιλάρια που κανεις δεν λογαριάζει ξανα να κοιμηθει, μενει παντα ιδιο. Ορθιοι, σαν στριατωτες στην μαχη περιμένουμε το χειρότερο τα βράδυα. Δεν υπάρχει ύπνος, ιερή ειναι για λίγο η στιγμή αφου σφραγγίσουμε όλες τις εισόδους, οχι ομως και το σκοτάδι στην λογική μας που παιζει παιχνίδια αναγνώρισης αναμεσα στο ανόητο και το αυτονόητο. Τα έπιπλα απ'την απραξία αφήνουν ήχους φρικιαστικούς, όσο απαλα και αν κουρνιάσεις στο κρεβάτι θα αναρωτιέσαι αν αυτο που ακουστηκε ειναι το σαπιο σανίδι ή το κροτάλισμα των δοντιών μπροστά σου και μέσα σου, αν αυτο που βλέπεις είναι το τίποτα ή ξεκαθαρα καποιος σε παρατηρει και τιποτα δεν γίνεται να το αλλαξει αυτο. Τα βράδυα δεν υπάρχει ύπνος, τρέχει θυμωμένο στους διαδρόμους και διαλυει τα παντα στο περασμα του, γρυλίζει για να σταματήσει άξαφνα, στην μεγάλη καρέκλα του πατέρα, με σεβασμό αναπαυεται, φαινεται κι απο αυτο πως ειχαν ξεχωριστη σχεση οι δυο τους, μ'ευχαριστηση που καπνίζει τα πούρα του, τελειώνει τους λογαριασμούς του και ξεφυσάει τον καπνό αριστοκρατικά.
Φτωχοι που ειμαστε, και ας πλουσιοι υπηρξαμε σε αυτο το σπιτι με ολες τις απολαυσεις, μας εγκατέλειψε ο πατέρας στην χειρότερη μοίρα!