.

Saturday, February 23, 2008

00:30










Δωδεκάμισι. Ενα βραδυ χωρις να το πολυκαταλαβω καταφέρνω να κερδίσω κατι ξεχωριστα ομορφο. Εκεινη ακριβως την στιγμη, στις δωδεκάμισι. Διχως ιδιαιτερα να το προσπαθησω θαρρω πως ειμαι πανευτυχης για οτι μου εχει δοθει.Το επομενο που ερχεται,απο αντιδραση σκεφτομαι οτι θελω να απομονοθω, σχεδον εχω αποφασισει οτι θα ηταν καλο ακομα και να κλάψω αν αυτο χρειαστεί. Κλεινω τα τηλεφωνα με μοναδικη εγνοια να μην μου θυμισει κανεις το παραμικρο για οτι χαρακτηριζει το χθεσινο βραδυ. Δεν μένει τιποτα αλλο απο το να μεινουμε μονοι εγω το σκοτάδι και η σιγή. Κατευθυνομαι με βραδυνά βηματα προς το δωματιο μου αφου εχω αφησει στο διπλανό ενα γράμμα για να το δεί η κυρία του σπιτιου, αν επιστρέψει. Με σεβασμό γραφω: "Τωρα εγω να ξερετε πως θα αποσυρθω μεχρι και το ξημερωμα καλη μου κυρία. Παρακαλω πολυ να μην με ενοχλησει καμοια απο τις ομορφιές σας γιατι σιγουρα θα αποκοιμηθω μετα απο τοση κουραση. Το ιδιο θα σας συμβουλευα να κανεται και εσεις." Τσουζουν ακομα και τα μάτια μου. Αν μπορουσε να μπει καθως γυρνουσε θα το εβλεπε. Μα την πορτα την εχω κλειδώσει με σιγουριά, εχω αφησει ακομα και το κλειδι εκει να ησυχάζει στην κλειδαροτρυπα, ξερωντας οτι δεν θα το στριφογυρίσω μεχρι την χαραυγή. Αναζητώ στα πόδια μου τα σκεπάσματα και κατω απο το λιγοστο φως του καιριου ψαχνω τις λέξεις. Γραφω: "Υπηρξαν δυο βραδυα. Ενα βραδυ καποιος ατυχος ηθελε να μεινει μονος. Ενα βραδυ καποιος τυχερος ήθελε να κλάψει".

Μετα ασυναισθητα αρχίζω να κλαιω και δεν καταθετω τιποτα αλλο σε εκεινο το τετράδιο. Ειμαι ειλικρινης. Μονο τις τελειες σας κρυβω και αυτο επειδη ειναι υπερβολικές να τις κάνω επικόληση. Τόσες πολλές που δεν μπορω με βεβαιότητα να τις χαρακτηρισω αποσιωπητικα. Μετρονόμος. Σιωπη στο δωματιο που κλαιω σιωπηλα. Δωδεκάμισι. Το μονο που συλλογιζομαι ειναι να σκουπίσω τα ματια μου με ενα απαλο χαρτομαντηλο. Δεν σκεφτομαι αληθεια κατι συνταρακτικο εκτος απο την νυστα μου. Με περνει ο υπνος συνεπως. Ξημερωνει και υπάρχει η μαρτυρία για οτι εκανα το βραδυ που περασε. Διαβαζω: "Ενα βραδυ καποιος ήθελε να κλάψει". Νιωθω δικαιωμενος που δεν εγραψα περισσοτερα. Ισως και πληρης αφου μπορω γραπτά να αποδειξω οτι τιποτα το ατυχές δεν εχει συμβει εκτος απο την θλιψη μου. Τυχερος που καταφερα να την κοιμήσω. Τα ματια μου θα ειναι πρησμένα, τα φαντάζομαι μεγάλα μα με περιορισμένη οραση. Τα επεξεργάζομαι με τα δαχτυλα προσεκτικα, τα κατευθυνω στα γυαλιά μου. Αγαπάω για καποιον παραδοξο λογο ξανα την φωνή. Εχω στόμα. Χρειαζομαι καποιον να μου πει "Καλημέρα. Χθες το βράδυ σε ακουσα που εκλεγες". Ανοιγωντας την πορτα αναζητω μεθοδικα τον νιπτηρα. Διασχιζω αυρά τα δωματια. Καποιος θα υπάρχει σε αυτο το σπίτι. Θελω απ' τον πρωτο που θα συναντησω να πεσω στην αγκαλια του και να του φωνάξω: "Χθες το βραδυ εκλεγα. Με ακουσες; Μήπως ετυχε να με ακούσεις;;;". Οι πορτες στα δωματια ολες ορθανοιχτες, στο ενα απο αυτα οι κουρτινες ισοροπουν στα παραθυρα και ποτε διπλωνονται τρυφερά απ'τον αερα.

Ισορροπια. Κανεις δεν υπάρχει να ανταλαξω μια κουβέντα. Λυπημενα να του ανακοινωσω την αιτία που εκλαψα. Το σπιτι ειναι αδειο χωρις βηματα μα δεν αναρωτιεμαι τον λογο που δεν περπαταει κανεις. Θα περιμενω πάλι να βραδιασει και ισως τοτε καποιος να ρθει. Τραβάω πισω μου την πολυθρόνα και καθομαι στο παραθυρο ,τυλιγμένος ζεστά στην μοναξια μου. Κοιταω με ασφαλεια το διαζωμα. Προσμονή. Περναει μια αμαξα οπως και χθές ,ο ίδιος καβαλάρης χτυπάει με μανία τα αλογα. Σωπαίνουν και ας πονάνε, συνεχίζουν να την τραβάνε ατάραχα. Τον ίδιο πελατη διακρινω μεσ'το βαγονι της αμαξας, τον φανταζομαι γεμάτο ζωντάνια, μα και λιγο νυσταγμένο απο τους κραδασμους της βαριας ροδας στο πλακοστρωτο. Σε λιγο καποιος που ξερω θα φανει απ'΄την γωνια αυτου του δρομου. Καλοντυμενος σημερα που ειναι Σαββατο. Μαυρα γάντια, παλτο τοσο χαμηλο που ερωτευεται τις γαμπες του, φρεσκογυαλισμένο παπουτσι λουστριν. Σαββατιάτικο καπέλο. Γοητευτικός ακομα και με το αναλαφρο βαδισμα του. Θα κρατάει στο δεξι του χέρι εναν φάκελο, στο αλλο κατω απ΄την αμασχάλη θα ξανασαίνει διπλωμενη εφημεριδα. Ισως να δω και καποιο αφοσιωμένο ζευγάρι μα δεν θα κοιταξω τα ματια τους, συλλογιζομενος πως στα δικα μου μπηκε καπνος. Θα αναψω αρκετά τσιγάρα, ισως να καπνισω και ολο το πακέτο. Κανεις απο αυτους που θα δω, ξερω πως δεν θα ερθει εδώ με φρόνηση. Καταφερα σιγουρα να ειμαι μονος αλλα δεν μου καιγεται καρφι. Ειναι ακομα απογευμα.

Απλωνομαι περρισοτερο στην καρεκλα στοχαζόμενος την ερμηνεία της μοναξιας. Περιμένω ξανα να βραδιάσει και μου αρκει αυτην η σκεψη. Οταν αδειαζεις αστραπιαια, με τον ιδιο γρηγορο τροπο που γεμισες ειναι τρομερο. Ξεχυλίζεις/Ξαναγενιεσαι. Οταν βρεθηκα σε αυτον τον κοσμο δεν ηξερα με ποια σειρα θα μου δοθουν οι ομορφιες. Δεν τις προγραμματισα μα ουτε ποτε τις εβαλα σε ταξη. Ουδε ποτε τις αξιολογησα. Απλως ήρθαν για καποιο δικο τους λόγο που σιγουρα θαρρώ οτι δεν γνωριζαν και αυτες. Παραδοξο το οτι δεν κερδισα τιποτα εγω. Η μεγαλυτερη κομπίνα ενος χαρούμενου ανθρωπου που έχει το ιδίωμα της μνήμης είναι να τα ξεχναει ολα. Δεν ξέρω τιποτα λοιπον αυτην την στιγμη και μου φτάνει. Ισως μοναχα την ωρα αν κοιταξω το ρολοι. Εξη ακριβως θα δειχνουν οι δεικτες μα και πάλι δεν είμαι βέβαιος έτσι οπως εχω απλωθει. Μηπως δωδεκάμισι και το εξετάζω ανάποδα; Σηκωνομαι αξαφνα και με γοργές κινήσεις πλησιάζω το ρολόι. Ειναι πράγματι εξη ακριβώς. Ξαναγυρνάω στην καρέκλα μου σίγουρος. Ειναι χειμώνας στην πολη μου, αρα οπου να΄ναι θα βραδιάσει.

Thursday, February 21, 2008

73


Καπνός ξαφνικός που εκδηλώνει το προσάναμα. Οτι παρατήσει στο περασμα της η φωτιά. Κυκλοι γυρω απ'τον επίλογο για να ξαναγυρίσω. Σελίδες που καιγονται ,γραμματα που τρεπονται σε φυγή. Θυμισου οπως τοτε που παιζαμε με την φωτιά. Θυμισου που τιποτα δεν αλλαξε. Καπνός ήταν. Ξαποστασα λιγο ,ανακουφιστηκα εκει που συνηθιζεται η ζεστη καθημερινή. Αλλαξα συνηθειες για να ξερω πως είναι. Ομως γυρισα συντροφιά με τα γραμματα. Ψαχνω ενα σπιτι χωρις ιδιοκτητη αλλα δεν μου αρέσει η ιδέα πως δεν ανοικει πουθενά. Δουλος της αδρανειας εξου και η ξαφνικη παραλυση. Υπερκατανάλωση ιδεών. Οχι τα δαχτυλα που δεν κουνιουνται ,οχι αυτη η συνηθισμενη. Πατάω τα πλήκτρα ,κοιταξε τρέμω. Μα πως; Γυμνη παραλυση, με σιγουρια οτι χαμογελά η αληθεια αναμεσα στις λέξεις. Ολος ο κοσμος γράμματα ουρανοκατεβατα. Νεος πολυ για να μην με πεις βρέφος. Ξυνω τα μάτια μου, τα πληγώνω με ενα μολύβι. Αυτο με τα πολλά μπέ. Χρησιμοποιώ οπως και παλια τα αντικείμενα λάθος. Μιξοκλαιω αλλα ειμαι συναμα τυχερος που δεν ειμαι εσυ. Δωσε μου λοιπον ενα μολύβι και ενα φτυαρι μα μην φυγεις. Μεινε εδω να σου πεταξω τα χωματα. Θα σε σκεπάσω μα δεν θα καταλάβεις ποσο βαρυνες απ'τα γραμματα. Εκανα μια ανακαληψη. Λεξεις απ'τα αδυτα της γης ,θησαυρος πολυτιμος. Κουφος να ακουσω τον ερχομο τους ημουν. Στραβός να δω το μεγαλειο, δειλός να τις καλωσορισω υπηρξα. Μου το αναγνωρίζω. Ξεχασα πως είναι να μην έχεις χέρια στολισμένα με δαχτυλα που στηρίζουν δαχτυλα εξαρτημένα στις παλάμες. Να στρωσω ενα τραπεζι σημερα και να δειξω κατα που ειναι το κρεβατι, σαν ταπεινος οικοδεσποτης. Και ας μην έρθει κανεις. Αυτο ειναι το τιμημα οταν κρατας κατι παραπανω απ'οσο οφειλες. Φευγει απο μόνο του. Ο χρονος εξοριστος στις αναμνησεις, σου χτυπαει την πορτα. Ασφυκτιά στο κουδούνι. Καλως ορισες χρόνε, θα σ'ανοιγα έτσι κι αλλιώς. Περνα μα στασου για λιγο. Αυτο το προσωπο σου, μου θυμιζει εναν καθρεφτη. Αυτο το αντιο μου θυμιζει ενα προσωπο. Μην μιλήσεις ακομα. Φευγεις κιόλας; Στυγνο δωρητη της δηλιας ,αμυδρα σε θυμαμαι. Τι μου εφερες για αποψε; Ντυσου καλα, βαλε και διπλες καλτσες. Το καλοκαιρι σκουλικι δραπετευει στον κήπο μου. Τον χειμωνα σαν χειμωνας πεφτει να κοιμησει τα δεντρα. Τις φυλωσιές στα λευκά να ντυσει ,την παυση αγαπά .Κανεις να μην τα διακοψει απ'τον ρυθμο της σιγης. Κάτσε να πιούμε μπας και ζαλιστούμε. Τι ακούς ,έτσι οπως σκυβεις; Ασε με να ακουμπήσω και'γω στην καμπούρα σου. Αγερας σφυριζει μεσα απ'τα παγακια, άκου. Πτώση. Βουτια σε ποτηρι χαμηλο που κοχλάζει η ζάλη. Ντυσου καλα δύτη. Τετάρτη βράδυ. Σαν ολες τις 4 εποχες. Θεσσαλονίκη. Κονιακ ζεστο που δεν βγαινει απ'το τριανταφυλλο. Αλκοολ στιφρό που σε βυθιζει στον πατο. Πεφτεις στα απαλα σαν τα φυλλα ,παραλυση επειτα απ'την δραση ξανα Χάμω στον πύργο. Παυση. Εξαντληση. Ακινησιά. Βάρος.

Κατω εκει που ελειωσε το χιονι. Χειμώνας Τετάρτης στην Θεσσαλονίκη. Οχι βαρυτητα ,απλα ενα ανεπαισθητο βαρος. Ισως η σκεψη που βιάζει την αναγνώριση, δημιουργει την ενοχη αυτη: Μεγαλη ευθυνη που μοιαζω με το ζωο ανθρωπος και πρεπει να ορθοθώ σε μια Θεσσαλονικη. Παρακληση να μην ειμαι ισως μετά και εγω. Ομως κάτι διαφορετικό. Εδω βοσκει η αληθεια αλανιάρα. Μα που βρεθηκα; Στο λιβάδι που ειναι τοσοι οσοι χρειαζεται να αναρωτηθεις τι χρειαζεσαι πρωτα εσυ. Πως την λένε αυτην την πόλη που έχει πράσινο; Αξιοπρέπεια. Ενα δεντρο μια θηλεια και μια σκαλα παρακαλω, κατόπιν αφήστε με μονο. Πτωση που διαρκει μια στιγμη ,τι ακριβής! Ζωγραφιές. Ανοιξη σε λευκες σελιδες ο θανατος της καμπιας θα μεταφέρει ζωη χρωματιστή. Ματζέντα αν ανοιξει μηχανικα τα φτερα της ,αθορυβα οστόσο, μια αμυδρή πινελιά. Φυσάει πολυ για νυχτα Τεταρτης, δεν θ'άκουστει ακομα και αν μπλεχτει στα μαλλια μου. Δεν χανει ποτε τον δρομο της στον κανβά. Την προσκαλει η φυση να δαμασει τον αγερα. Ο αγέρας τι χρώμα έχει; Ανεξίτηλο ότι κι αν είναι ,παντοτινό. Ουρλιάζουν ολοι αυτοι που φυλακισε και ταξιδευει. Εδω διπλα στα δέντρα θα ζωγραφίσω μια πέτρα. Να, νεκρή η φύση που θυσιάζεται. Η φυση ειναι ακριβεστατη. Δεν συγχωρεί. Σου το'πα. Ενα εργαλειο πολυπολοκο πιο πολυ κι απ'το ρολοι στους πύργους. Ακροβατης σε τσίρκο παντα στον χρόνο του. Πληρωσαμε εισιτηριο ,ας μπουμε και σταμάτα να είσαι φλύαρος. Ντύσου καλά και πες μου τι βλεπεις. Οτι και εσύ που είσαι γυμνός. Γρανάζι μεσα απ΄τους τροχους της αμηχανιας. Μηχανικος πλουσιος που επιδιορθωνει καρδιες. Οχι ψυχιατρος με γνωματευση γιατρου. Αυτος ειναι πιο μονος και απο ξακουστο ποιητη. Ο νους δεν θεραπευεται γιατι δεν το θελει ακόμα. Μεταμορφωνεται στα σχηματα που κρατας στις σημειωσεις σου γιατρέ. Μισο λεπτό να έρθω. Ηρθες. Πες μου τώρα για τα παιδικα σου χρόνια. Στάσου να φτιαξω ενα τετραγωνο. Ειναι αυτο το σπίτι μου; Εντάξει ,μπορεις να εγερθείς. Βιάσου ομως ,τελειωνει ο χρόνος. Βγαινει απο τα ορια του τετραγώνου γιατι δεν υπαρχει κανεις να διορθωσει. Και λίγο πριν σε πάρει ο υπνος στον καναπέ αποφασίζει: Ειστε δυσκολη περίπτωση ασθενη, θα χρειαστώ πολυ χαρτί για να καταλάβω τι τρέχει. Αυτο οπως και η μελανη ,επιβαρυνουν εσας. Τετραγωνη λογική σε ορθογωνια χαρτονομίσματα. Επιμένει σε ερωτησεις ασκοπες. Ασε με αδιαφορε. Σημειώνει ο γιατρός: "Ασε με"..αδιάφορε.

Παρακληση. Ασε με όταν. Με γυρεψεις στομα σαν ξεκολίσω απ΄τα χειλη σου. Πρωι Πεμπτης δεν ειναι καλό να ακους πως θρυμματίζομαι. Δεν κανω θορυβους οπως το ξημέρωμα, υπηρξα αγέρας που ταράζει ολημερίς τα παραθυροφυλλα και θα τρομάξεις. Σκεπαστρο στην αγωνια που εχουν οι εραστές για τα χέρια, αν δουλευουν τακτικά χωρίς ταβάνι. Διωξε με οταν. Τα χνωτα μου παγωσουν το κονιάκ ,πληγωμενος ο φαρυγγας διαμαρτηρηθει. Καλιτεχνικό πατινάζ με τα δαχτυλα οπως παλια στα ποτήρια. Αφή η πιο σιγουρη αναγνωριση της υφης. Σε αγγιζω απο κοντά και ξέρω οτι είσαι παγωμένη. Νεκρή αλλα απλωνομαι περισσοτερος. Τα μαλλιά σου είναι το ιδιο όμορφα. Σταματησε με οταν. Σκληρο παγωμενο δακρυ μεσανυκτα ματωσει στην πορτα σου. Σταλακτίτης σουβενίρ απ'την σπηλια που με καθηλωσε ο πονος. Επιστροφή στην πατρίδα. Χειμωνας θα'ναι οταν ξαναγίνει. Παγωμενη η σκια μου παψει να ακολουθει. Αχνη μεταβολή του ειδωλου μου στο χιόνι θαφτεί. Μεγαλωσε με οταν. Ζηλεψω γιατι με περναει ο χρονος καποια χρονια. Μην με ψάξεις οταν. Ξανάρθει η μοναξιά.

Την μοναξια κανεις δεν την ρωτησε ποσο μονη νιωθει οταν την προσκαλεις. Αν είναι χειμώνας ή Τεταρτη διαθεσιμη. Παραλυση σ'ενα κουτι. Μηχανισμος παραξενος και θορυβωδης. Θα ερθει παρ'ολα αυτα. Καλως όριστε την. Θερμή παράκληση. Μην σας τρομάζει. Θερμη παρακληση δύο. Μην την τρομάξτε ,γιατι μετά ειμαι Εγώ.

Εδω. Εγώ. Πεταμενο πελμα πλαι στον δρομο που με συναντησες. Μην πατησεις το χερι μου ,αδειο οσο και αν το βαρεθεις. Βαραίνει η όψη μου την οψη σου αυρά σαν σκουλικι που τρυπωνει κατω απ'τα σανιδια. Δωμάτιο ζευγαρώματος και αναπνοές. Οι γυναικες ανοιγουν τα ποδια γιατι δεν τρέφονται σωστά. Εγω οταν καυλωνω κανω απεργεια δίψας. Σκορπαω επιδημια ξυρασιας. Καθολου λογικος ανθρωπος η γυναίκα και ο απεργός. Μοντερνος σιγουρα ο δευτερος ,λουφαδόρος αξιώνει με φοβο οτι τον προγραματισαν. Αποχή σχηματισμένη απο ίνες, ρουχα φρεσκοπλυμενα που ευωδιάζουν ανικανότητα στον καναπέ. Κρυμένος στην ενοχή του "δεν τρέχει τίποτα" επαναπαυεται. Δημοσιοι υπαλληλοι της τηλεόρασης. Μου ανοιξε η ορεξη. Πειναω αλλα δεν ξερω ποιον απο ολους θελω να φαω. Τον ΕΡΤ1 μαζί με καποιους που βλέπω καθημερινά. Αν δεν ξυπνουσα πρωί.. Αν ημουν για παντα νηστικος. Δεν θα θυμομουν τι ειναι πιο νοστιμο απο τοτε που είχα μονο ενα τραπεζι. Τα μαυρα ματια ή τα μαυρα δακρυσμενα ματια, ποταμια στις εκβολές της καρέκλας. Θα ηθελα να ειμαι μαγειρας σε εναν πύργο. Διψάει για την αναγνώριση εκεινος που σερβιρει πρώτος τα πιάτα. Ο μαγειρας του πύργου που ποτε δεν δοκιμάζει τι εφτιαξε, απο ευγένεια μα περισσοτερο απο σεβασμό. Ψαχνει τα αποφαγια μα δεν εχει σπιτι δικο του να προσκαλέσει τις μυρωδιές. Βρήκα μια τούρτα παγωτο μα δεν έχω καταψύκτη να την φυλακίσω. Καλυτερα ανεργος ,περισσοτερο ενεργός απο εναν ιπποπόταμο. Υπάρχει ομως και το σιχαμένο το τιποτα. Γι'αυτο παντα ψαχνει ο ανθρωπος εναν ανθρωπο αφέντη. Τι διαφορετικό υπάρχει στο τέλος αυτου του δρόμου που βλέπω απ'το παραθυρο, απο αυτο που βλέπω; Ενας ανθρωπος παχιδερμος που προφανώς μου ανοικει ,θα περπατήσει το πρωι διχως να με δεί. Είναι αυτος που του πληρώνω τους λογαριασμούς. Τι να ψάχνει στην γειτονιά μου; Η αναζήτηση για εναν αφέντη λεπτό. Τραπεζι κάνει τα γονατα του ,τρυπιες οι τσεπες του ,μπαλωμενο ξεπροβάλει ενα πιρουνι. Καλογυαλισμενο, μυρωμένο στην σκουριά. Το τροχιζει στην ασφαλτο. Γινεται ενα μαχερι τοσο κοφτερο οσο και η γνωση. Ζωή ή Θάνατος; συλλογιζεται. Ποιανού ομως; Επιστροφη στην εκδοχη οτι τωρα ξερει. Απλωνει την αδεια χουφτα του να γεμισει με το Εγω ενος ξενου. Ψαχνει θηραμα με λεπτούς τρόπους. Πως να σκοτώσεις κάποιον που σου λέει "Θα σε παρακαλούσα να το ξανασκεφτείς"; Ζητιάνος κρεμασμενος αναποδα απο ενα δεντρο καταντάει. Χρησιμος οσο στον φλοιο ενα φερμουαρ ,που το ανθιζει μεθοδικά. Σε εναν δρομο πιο πέρα ο πλουσιος. Ο ιδιοκτητης του πύργου μπορω να πω με σιγουρια οτι είναι. Πανταλόνι ,προστάτη της γυμνιας χαριζει στους περαστικούς. Μα κανείς δεν θέλει γυμνος να ειναι, πιο γυμνος απ'οτι δειχνει αυτος. Σερνεται σαν το σκουλικι. Τρυπωνει κατω απ΄τις χαραμάδες σε ενα μοβ δωματιο. Ενας δολοφονημενος απ'την αναμονή φοραει λευκο μπλουζάκι, μετα βίας ξεχωρίζει η στάμπα απ'τα αιματα. Αναγραφει "Στον ποντικό δεν αρέσει άλλο το τυρί το φτηνό". Συνεχιζει να σερνεται με ασφάλεια, μια πορτα διπλα σ'ενα παραθυρο περνάει ,αφήνει κι εκει την γλίτσα του. Κατι του νεκρου κρεμεται ,αερίζεται διπλα στις κουρτίνες. Μια τσαντα που εχει μεσα μαζι με τα αποφαγια, το στομαχι και την μυρωδιά ωμής σάρκας σε σακουλάκια . Τσιγαρισμένο κρεμμυδι στην πίσω τσέπη αεροστεγώς. Σ'ενα χαρτί η συνταγή της αποτυχίας. Ακομα μυρίζει το τραπέζωμα του τότε. Αν κοιταξεις εξω απ'το παραθυρο θα δεις καθημερινα πραγματα. Εισαι ενα σκουλικι, σου αρέσει το μόβ γιατι κανείς δεν ασχολήθηκε με το αν πράγματι σου αρέσει. Μπορεις να βρεθεις αντιμετωπος με το απογευμα. Θα δεις μια αλανα αν υπάρχει ακομα. Δεν ξέρω ποτε ήρθες. Καποια παιδια οπως παλιά θα παιζουν ποδοσφαιρο. Δεν ξέρω τι θα κλωτσάνε τώρα. Ενα αμαξι σταματαει ,ανοίγει τις πόρτες ,τις ξανακλεινει με την ίδια ισοροπία. Δεν κατεβαινει κανεις. Τιποτα ενδιαφέρον δεν συμβαίνει. Βραδιαζει ,καλο θα ειναι να φυγεις.


Μεσανυχτα. Ω και Ω ακριβώς της φυγής. Τικ τακ τικ τακ μουρμουρίζει το ρολόι τοίχος. Αποφάσισα να βγώ ξανά γιατι πονάω. Δεν το ήξερα ,χτυπησε το τηλεφωνο και καποιος μου είπε "Δεν ξέρω τι θα κάνεις ,απλα θα πρέπει να γνωρίζεις οτι πονάς". Στοιβάζω γρηγορα σε μια τσάντα την πείνα, την αποχη ,το ψαροντουφεκο, μια ανθρωποσκοτοστρα και μια καρτέλα ανορεξόλ. Περπατάω μόνος στους άδειους δρόμους λοιπόν. Χαράζω με το σκληρο πελμα μου την μητέρα γη. Στρογκυλη φημολογειται και απεραντη. Για την μητρότητα λές; Πόνος που γίνεται συνήθεια αυτη θαρρώ. Αντε να κανουμε ενα ακομα στα γρήγορα. Εντάξε αρκει να μην πονέσω. Ο πονος ποναει και ο ιδιος αν τον αφησεις να εκφραστεί. Οχι γιατι γινεται συνηθεια. Ανακουφιζεται ετσι, το ιδιο κανεις και εσυ. Οχι απο την βαφτιση του, ενω εξαρχής τον λενε γόνο της καταπτωσης. Οχι απο τον πνιγμο απαραιτητη προυποθεση για να αποκτησεις ονομα. Μα οχι με βεβαιότητα απ' την πεινα οταν καταλαβεις πως δεν χρησιμευει σε τιποτα το στόμα. Σε λενε Α μα δεν μπορείς να μιλήσεις. Καποια μερα θα σε φωναξουν Β και δεν θ'ακους. Και εκει θα αναρωτηθεις τι διάολο εισαι ,εκτος απο σιωπηλός και κουφός; Εισαι ο Ω θα σου πω και μετα ο καπνός. Ερωτευσιμος οσο και το φταρνισμα. Ευάρμοστος οσο και το πιπέρι στο κρέας. Βασανίζει την μυτη σου η ιδεα οτι τρεφεσαι με σάρκα γκολτιέρ. Ενας ανθρωπος πεταμένος που δεν εχει ράμφος μου εγραψε οτι μυριζεται τον κινδυνο, μα μονο απο μακρυα. Ηταν χειμωνας εδω και ηρθε πραγματι έτσι να με συναντησει. Απ'τα σαντάλια του αναστενάζε σκόνη, φορούσε σορτσάκι στενό ,αμανικο τι-σέρτ κολεγιακό. Κατω απ'ενα ψαθινο καπελο ξεχωριζε η οραση αποτυπη σε μικροσκωπικα στρογγυλα γυαλιά. Κρατουσε τα μάτια του σε μια αποχη και κανοντας μια κινηση να μου δειξει φτερουγισαν ψηλά. Να! ειπε ως τυφλός. Κοιτα προς τα εκει, σημειωσε βιαστικα σ'ενα χαρτί κατι αφηρημένο, για να φυγει ξανα. Δεν ειχε και στομα να μιλησει μα καλογυμνασμενα ποδια για να τρεξει προς την αντιθετη κατευθυνση. Προφτασα να δω τους μηρους του σχηματισμένους πως υψώναν το αλλωκοτο κορμί του. Σκεφτηκα την μοιρα μου αν με σκεφτεται και αυτη οχι ετσι μα σαν αυτον. Μηπως πραγματικα ειμαι νεκρος; αλλα εφυγε. Ετσι τον διαβασα ακινητος, ειχα μάτια καθως απομακρυνοταν. Ζηγωσα διστακτικά μπας και θέλησω να τον προφτάσω μα εξαφανιστηκε ,η παρορμηση. Μεχρι που καταλαβα οτι δεν θα τον ξαναδω, τοτε μονο σταματησα.

Παρακληση. Μην αναζητειτε την λογικη των λέξεων στα σουπερ μαρκετ. Απλως γιατι ειναι μια συλλογη γραμματων πεταμένη στα ράφια. Τα γραμματα ειναι και αυτα ελευθερα σαν τους κατασκευαστές. Δεν ειναι σωστο να τα στιβαζεται σε καροτσακια με σκοπο να τα πάτε σπιτι σας. Αγαπαω στον κόσμο περισοτερο απο το Α, το Ω. Σε ακουμπάω Ω, για δες. Σε κλοτσάω μα μονο για να σε κατευθυνω. Χαιδευω τις καμπυλες σου με φρόνηση μέχρι και να σε πλάσω οπως θέλω. Μεθαω απ΄τις περιστροφές γυρω σου ,ζαλιζομαι οταν αποκτας σχημα. Σε γυρναω αναποδα και σε χαζευω για ωρες. Σε γεμίζω αλκοόλ και σε κρεμάω μαζι με την στολή πειρατή. Απόκριες οπου να΄ναι η γιορτη σας. Μου αρεσουν τα γραμματα οταν ειναι σκορπια. Μετα ερχεται το μέλλον, μετα η ευθυνη... ο πονος αν περιμενω την ανταμωση. 24 φορές εξαντληθηκα στην σκεψη οτι μπορω να μετρησω τον χρονο διαφορετικα. Υπεθεσα οτι αφου η μέρα εχει 24 ωρες και το αλφαβητο εξισου 24 γραμματα μπορω να κατασκευασω ενα ρολόι/μηχανη του χρόνου. Τι ώρα ειναι σημερα θα με ρωτουσες; Ειναι Β' παρα Ε' ακριβώς θα σου ελεγα. Ωρα να γυρισουμε στο παρελθον γιατι προπερσι στις Ζ' θα ηταν καλο να ξυπνησεις. Ολοι οι ανθρωποι οι κανονικοι ξυπνανε στις Ζ για να πανε στις δουλειες τους. Γυρνανε πισω τωρα ,οπως στο ζηταω εγω. Στις Ε' και ΣΤ' τρωνε το πρωινο τους. Στις Φ' περιμένουν στην σταση ενα λεωφορειο. Και τι ώρα κοιμούνται; Σιγουρα τα γραμματα πληγωνονται αν δεν τα βαλεις για υπνο οταν θα κοιμηθεις και εσυ. Αν τα κρατας με αγωνία στο στομα σου ενω δεν εισαι συλλεκτης. Και αν ξεχνιεσαι ενω εισαι βιαστικος για να φυγεις. Φυγε ρε. Το γραμμα Δ ομως θα ειναι η αρχη ενος Δρομου. Αφετηρια του εχει την πολη Α και απο εκει ξεκιναει το Αδιεξοδο. Κραταω σημειωσεις απο χόμπι και ζωγραφιζω οτι κινειται εστω για λιγο. Εναν ανθρωπο θορυβώδη που κολάει στα σκατά, μια μύγα γίγαντα που κραταει ενα τηλεκοντρόλ και μια ανθρωποσκοτωστρα. Γραφω απο κάτω στον πινακα "Απόβραδο Τετάρτης" και κατεβαινω στο παζάρι. Ειδα εναν ψαρα σημερα σε μια θαλλασα που κυνηγουσε τα ψαρια με ενα πιάτο. Λιγο πιο διπλα μια γιαγια ,ισως η μητερα του, αφοσιωμένη στις βελονες/πιρουνια επλεκε ενα τραπεζομαντυλο θαλασσι. Καποτε στο λιβαδι που προαναφερα ενας τυπος ταισε το δεντρο με φλουδες αβοκάντο και δεν μου είπε τον λόγο. Δεν ειναι αυτο που μου την δίνει στην φάση ταιζω το δεντρο με οτι να'ναι. Ολοι βιαζόμαστε να μεγαλώσουν όλα. Αυτος εχει την οψη του Α αρα για να τα παμε καλα θα του φαιρομαι σαν Α. Παπαριές. Αυτα καθημερινα τα ζωγραφίζω ,εντάξει. Αυτη η πολη με κουρασε ομως με τους μαλακες που δεν ξερω τι γραμμα ειναι. Παντα καποιος αγνωστος με ακολουθει με σκοπο ,μα δεν θελει να με φτασει. Τον νιωθω στα σοκακια που κρυβομαι ,τρυπωνει και αυτος για να σφυρίξει απο πισω μου εναν ουδέτερο σκοπο. Τάχατες νομίζει πως δεν τον ακουω πως τραγουδάει. Τι ακριβώς αποσυνθεμένε παριστάνεις; Ειναι ωραίο με το στόμα σου να συνθετεις, καλιτεχνης θα είσαι. Δεν γινεται ομως να κυνηγήσεις κατι που ειναι ακινητα καμουφλαρισμένο. Ειναι ανικητο ετσι οπως στεκει. Ζωγράφος ανεργος με ημιαπασχοληση. 21gr της Τετάρτης χειμώνα. Σταματώ την σκέψη για τώρα ,αλλα να ξες δεν θα πλυνω ακόμα το πινέλο.

Saturday, February 09, 2008

Allγα_2

Ο χαρακτηρας Α'
της ταινιας Β'
με σκηνοθετη τον τυφλο Γ'
και συνθετη τον κουφο Δ'
μπορουν να ακουσουν
μπορουν να δουν
μπορουν να αισθανθουν
την Ε' χαρακτήρα της ταινίας.
και να γράψουν γι'άυτην
το καλυτερο θεατρικό έργο
διχως να είναι απαραίτητο
να ξέρουν/μαθουν τιποτα
ποτε
για την αφη
την ακοη
ή την όραση.

γι' αυτήν...

Allγα

Οταν ενας μοναχικος δυσπιστος ανθρωπος ερωτευσιμος
που περιγραφει ακομα και την περιγραφη με περιγραφες
εχει πονεσει πιο πολυ απο την αγαπη σαν λεξη και
δεν ερωτευεται αλλο τις φράσεις
βρει εναν δευτερο ανθρωπο ερωτευσιμο να τον αγαπησει
κι' αλλο, ομως μονολεκτικά
θα ερωτησει αυτον που τον βρηκε
καποια στιγμη δυσπιστιας με γυμνές λεξεις,
μοναχικη στιγμη , ενα ερωτικο απο τα βραδια τους:

"εχεις πονεσει κι εσυ απο την αγαπη αυτη,
πιο πολυ απο οσο μ'αγαπας αυτην την στιγμη;"


Θα παρει απαντηση ,φυσικα θα παρει. Ομως σε καμοια περιπτωση
δεν θα την λογαριάσει.
Αν ομως καταλαβει σε μεγαλο βαθμο οτι αγαπιεται
οπως και περνάν τα χρόνια
σε μεγαλη κλιμακα ,αγαπιεται μερα νυχτα
και αγαπιεται
μερα νυχτα ,αγαπιέται
δεν θα επαναλαβει την ερωτηση που ειχε παντα
στο μυαλο του οπως τοτε ξανα αλλα παραλλαγμένη:

"Μ' αγαπάς τουτη την στιγμη. Πιο πολυ απ'οσο και έχεις πονέσει; "

οσες μερες και αν μεσ' την νυχτα
η πρωτη δυσπιστη σκεψη τον πλευριζε μοναχικα
δεν θα βρει τον λογο προς τον συντροφο
να αποφανθεί με νιότη και απορια
ισως απλα σαν γερος ψελισει μια στιγμη
χωρις πραγματικα να το θέλει:

"μ'αγαπας;" ,
μονο γερασα και αυτο ερωτώ πριν σ'αφήσω.
Αυτο θελω να ξερω. Αν είμαι μοναχικός ή μονος..
Αν είμαι ερωτευσιμος. Αν αγαπιέμαι.


Θα παρει απαντηση ,φυσικα θα παρει και ας δυσπιστος,
θα εχει περασει τοσος καιρος για να ξεχασει αυτο που
τον απασχολουσε ομως
τοσος πολυς για να μην ειναι οπως τότε,
αν αγαπαει πονεμενος ,αν είναι μόνος
ή απλα θελει να μαθει αν αυτος που τον αγαπαει τοσο
πολυ εχει πονεσει εξισου σαν αυτον μοναχικα

Αυτος ο ανθρωπος που θα εχει καταφερει τουτην την αφελεια
οπως την συλλογίζομαι , να την συμμεριστεί μια στιγμήν που
ειναι σιγουρος οτι ειναι μονος δυσπιστος αλλα ερωτευσιμος
θα ειναι αυτος που εχει εξισωσει το αρθροισμα
της "αγαπης" για πάντα οπως και οφειλει
ενας ανθρωπος αφελής που ζεί για πάντα μια νύχτα.

και αν οχι ανθρωπος αφελης
αυτος της νύχτας
τοτε σιγουρα τρελος αυτος
και σιγουρα σκεπτομενος σαν αλλος βρικόλακας
και αν τρελος καθοτι δεν υπαρχει μοναξια και ολα τα αλλα
απλα ερωτευμενος ομως μονος
και αν οχι ερωτευμενος αλλα πληρης γιατι τα εχω ολα
τοτε ερωτευσιμος ανθρωπος
μετα ανθρωπος δυσπιστος
μετα βρικόλακας.
μετα νυχτα.
μετα μονος.

Thursday, February 07, 2008

111

Σεξ σαν τα ζωα. Ταινία μικρου μήκους. Συντονες ανασες. Μπλεγμενα μαλλια μεσ' σε μαλλια. Και μετα καλημερα στο καπακι. Βιολι απο πανω στο ραφι. Ενα συνθεσαιζερ. Ενταξει αλλα το πρωι η μουσικη. Παιξε μουσικη. Ενταξει αλλα το πρωι. Μουσικοι αυτια. Ας πληρωθουμε. Η εποχη του ζευγαρωματος. Απλωσου. Σκουζουμε αγκομαχουμε. Μπλεκομαστε μεσ'τα σεντονια. Απλουστατα. Η ανασα μου στην ανασα σου. Απλως. Αλκοολ. Ορισμος της μεθης. Μυρωδιες. Υποσχεσεις. Καριερα στο γαμησι. Θα σε κανω σταρ του σινεμα. Λιγο ακομα; Ναι λιγο ακομα. Ποσο; Απο ψηλα ,πανοραμικα. Σκηνοθεσια. Ταινια μικρου μηκους. Τσοντα. Αλλα οχι ετσι απ'την φτηνια μας. Απλα μια καλημερα. Ανασες μπλεγμενες στα αγκομαχητα. Ειναι δικα σου αυτα τα ρουχα; Αυτα και η καλημερα και ο δρομος. Ειναι δικο σου αυτο το σπιτι; Αυτο και το κρεβατι. Μπορω να ανασανω στους τοιχους; Μοβ εκδοχες του μαυρου. Σκοταδι. Οχι ο διακοπτης οχι. Γινεται να μην διακοψουμε τιποτα; Ναι μια στιγμη κοιτα το. Ξερω τι κοιταω. Ξερω. Θα ρθει η καλημερα. Χτυπα. Οι μαυρες κουρτινες κρατανε μακρυα τους κτυπους. Κρυφακουν. Περιμενουν οπως παντα. Δεν ειναι ολα απαραιτητα. Εκτος απο τα χερια. Τα χερια. Τα χερια μου τρεις μπαλες του ζογκλερ. Ειμαστε δυο κλοουν σε ενα μποουλινγκ. Δεν εχω γαμησει ποτε ανθρωπο με το ονομα Κορίνα. Αυτο ειναι το πανηγηρι. Δεν ειναι σωστό. Γυρνα αλλιως. Αναποδα θα κοιμηθώ να ξερεις. Το ιδιο και εσυ να κανεις. Πανοραμικα. Απο πισω μπρουμητο ονειρο. Δεν θα καταλαβεις τιποτα. Φτανω. Μαυρο σε αργο φειντ μαυρου. Καμοια διαφορα απο το διαφορετικο. Τελος.

Σκηνοθεσια-μονταζ το κρεβατι.

Βοηθος κουστουμιων η γυμνια.

Ηλεκτρολογος το σκοταδι.

Wednesday, February 06, 2008

72


Εχω ενα δωμάτιο οπως όλοι. Εχω ενα μοβ ,τετραγωνο δωματιο οπως όλα. Μια ζωη σαν την δικη σας που ανελλιπώς κανει κυκλους και κουτουλάει στις γωνιες απ' τους τοιχους του. Μα εχω και εναν χαμστερ λευκο, στο μοβ δωματιο και περιστρεφεται ολημερις γυρω απ'τον τροχο μάταια. Σταματαει ,υποψιάζεται πως κάτι ειναι λαθος και επαυξανει τις περιστροφές με μανια γιατι θεωρει πως καπου θα φτασει. Εχω μια εγνοια παρεξηγηγημενη για αυτην την σταση του. Την ανησυχια οτι δεν μπορω να ξερω ,οτι ισως σφαλω που ετσι τον παρατηρω και τον κρινω.

Εχω μια γατα που οταν γραφω κατι γραφει και αυτη. Οταν καθομαι νηστικος δεν τρωει ,δεν προβαίνει ως το ψυγειο με νάζι ,δεν τριβεται στις γωνιες απο αυτο ,κρατάει την ουρά της σταθερή. Οταν κρεμαω μια θηλεια στο ταβανι δεν περιφερεται αναστατα μα ουτε και φοβισμένα, περιμενει με σθενος εκει μεχρι να τελειωσω και αν δεν τα καταφερω τυλιγει την ουρα της γυρω απ'τον λαιμο μου για να με ανακουφίσει. Πιστα νιαουριζει και με βοηθαει να ξαναγενηθω. Οταν νικηθω και αναψω σαν ανθρωπος ενα τσιγαρο ,καπνιζει και αυτη γνωριζωντας καλα πως δεν θα σκασει ,δεν ειναι βατραχος ,ολα ειναι αληθινα. Δεν ζούμε κανενα παραμυθι τουτη την στιγμήν.
Εχω μια γατα που ξερει οτι ειναι γατα. Και δεν πιστευει πως θα ηταν γραπτο να ημασταν μαζι ακομα και αν ηταν ανθρωπος. Μια γατα που με συμπαθεί ,ειναι ετοιμη να πεθανει μαζι μου μα θα προτιμουσε πρωτα να δει πως το εκτελώ και επειτα να ξανασκεφτει αν θέλει να το κάνει.

Εχω εναν βατραχο που καποτε υπηρξε πριγκηπας σε ενα παραμυθι μα τωρα σαν αληθινος ζητιανος αναπηδάει πανω στα πληκτρα και συλλεγει τα κομμάτια απ'τις λεξεις που φτύνω καθως γραφω. Εχω εναν πλαστικό σου δονητη που ξεχασες, ενα χαρτινο πιατο με αποφάγια απ'τους δυσταγμούς να καταναλώσουμε που ούτε τροκτικό του χειμώνα δεν θα πλησίαζε. Εχω μια στιγμη στρογγυλη που κολησε σε εκεινο το πιατο, εκεινη την στιγμη την τετραγωνη. Ολόγιεμο απο στάχτες ,κονιάκ με γευση φαγητου ,ξεραμένες ροχάλες που θυμίζουνε φράκταλ απο αυτα τα φτηνα που δημιουργεί το φίλτρο της Τζούλια στο φωτοσοπ. Αν θελετε να ξερετε.

Εχω ενα φωτοσοπ που δεν γινεται να με μεταμορφώσει σε κατσαρίδα αν συλλογιστω πως ολα ειναι μαυρα, αυτο είναι το μονο που απεμεινε με σκοπο απο τότε που έφυγες. Εχω βιωσει την περιφρονηση αλλα δεν με λενε Γρεγκορ Σαμσα. Δεν με λενε οπως θα επρεπε. Σιγουρα οχι συγγραφεα, μα ουτε γινεται να ειμαι χαρακτηρας βιβλιου. Με λενε λαθος, ειμαι ο δύος, ο τρίας, ο εκατονεικοσιτεσσερα εκφραση της αβεβαιοτητας; Δεν ξέρω απλα. Επιστροφή ξανά σε αυτα που εχω γιατι ξέρω πως θελετε να ξερετε. Ομως εγω δεν. Αν εχω ενα μοβ δωμάτιο που μέσα φυτρωσε ενα κυπαρισσι καταπρασινο. Στην δουλεψη μου εναν υπευθυνο προισταμενο της ανευθυνοτητας που πληρωσα με δανεικα να το/με προσεχει. Εχω τον υπαιτιο για τα λαθη μου σκλαβο μπροστά. Κρεμασμένο απ'τα χειλη που αποφάσισα, καθε αποπειρα να τελειωσω ειρηνικά οτι ξεκινησα με πανικο ψυθυρίζωντας του "εισαι νεκρός". Εχω τον προσωπικο μου ψυχαναλητη οπως όλοι, εχω ενα μοβ δωματιο ,σε ενα επιβλητικα ψηλο, βαμενο καθως πρεπει κτιριο στο Μπεβερλυ Χιλς. Εχω την αρνηση αυτου που ποτε δεν διατυπωνει ορθα τις γωνιες του σε σχέση με το σχημα στις σκέψεις.

Εχω ενα κυπαρισσι καταπρασινο που το ονομασα χθες. Το γράφω στις ρίζες του, χθες γράφω , οτι έχει ρίζες αν θελω και αν θελετε να ξερετε. Δεν γνωριζατε τιποτα για εκεινο μεχρι εγω να σας το φανερωσω. Μεσα στο χωμα περιφερονται σκουλίκια που δεν τα βλέπω ,στο πρωινο τους υπογειο σεργιανι. Τα βραδυα σαν νυχτώσει για τα καλά με πλησιαζουν ,τα νιωθω που μασουλάνε τις φτερνες μου θαρρωντας πως ειμαι νεκρος. Ξυπνάω αποτομα , δεν εχω πεθανει στα σιγουρα, κρυβονται αυτα κατω απ'τα σκεπασματα. Λες και με είδαν που ξεμπλεχτηκα απ΄τα κουρελια και αναρρωτηθηκαν γιατι τσιμπολογάνε εμενα ενω και τα κουρελια ωστόσο ειν' γευστικα. Μυριζουν οτι εσταξα, οτι ακουμπησα, οτι ονειρευτηκα. Ευωδιάζουν την γκάβλα οταν στον έχωνα. Δεν ειμαι νεκρος και ας έτσι, απλα ειμαι ξυπνιος απο ενστικτο γιατι ψαχνω παλι να γαμησω. Εχω εναν ποντικο (στρέιτ) που τον κλειδωσα οταν εβρεχε σε μια τρυπα ενω πρώτα τον φοβισα. Τον κυνηγουσα στο μπαλκόνι τοτε που σταματούσα να γράφω την "βροχη" και οταν ξαναγυρισε τρυπωσε κατω απ'την χεστρα σαλεμένος/χεσμένος. Απο τοτε δεν τον ξαναειδα. Οταν εχεζα και σκεφτομουν ολα αυτα , τον σκεφτομουν και αυτον ,γιατι όχι; Κακο του προκάλεσα, καθε ελπιδα να δει το φως του εφραξα καθως ηθελα να τον ζουληξω κατω απ'την πατουσα μου. Ομως δεν το καταφερα και βοηθησε οτι οταν τον ειδα να μπαινει στην τρυπα ,αυτοκτόνησε. Με σβελταδα την εκλεισα βαζωντας μια βρωμικη καλτσα ,να απαλαχθω για παντα απο την βρωμικη παρουσία του. Τι ματαιο να προσπαθει καποιος να κρυφτει σε μια τρυπα που διπλα της υπαρχει το καλαθι με τα απλυτα. Ποντικε παραδεξου το ,σταθηκες μαλακας. Δεν ξερω αν πεθανες απο την πτωση στο καινό ή απο την ασφυξια. Αν με γνωριζες καλυτερα θα ηξερες πως μυριζω ομορφα. Ολοι γνωρίζουν πως μέχρι τα 18 μου μυριζα σανταλόξυλλο. Ομορφος που ημουν. Το βαμβακι μυριζει απο μονο του ασχημα ,οταν πρεπει να ειναι μαυρο. Ομως οταν το καλλιεργεις και το συλλεγεις καταλευκο ειναι ασυγκριτο. Ειναι μάταιο να βαφομαστε συνανθρωποι. Ειμαστε οτι καταφέραμε ,μονο αυτο θα σας πω. Αν θελετε να ξερετε. Ετσι θα νιωθει και η μαυρη βαμβακερη καλτσα. Δεν θελω να μιλησω αλλο για τον ποντικο.

Εχω ενα τεραστιο τασάκι μαυρο και δεν ξερω απο τι υλικα κατασκευαστηκε, δεν ξερω τι χρωμα ειχε οταν απεκτησε υφη. Ξεχυλίζουν οι γόπες ,κολυμπάνε οι αποδειξεις απ΄οτι κερδισα σαν νέος. Τηλεφωνικα νουμερα απο γκομενες που ποτε μου δεν καταλαβα γιατι συλλεγω. Καπακια απο μπυρες που ταξιδευουν την ζαλη μου με τυχαιους συνδιασμους αποτυχιας μεσ'το τασακι. Σταματανε στο νησι του Κονιακάκη αποφευγωντας τις παγιδες του τζιαρ κόκκινου, συναντανε τον καπτεν Μοργκαν που μολις δραπετευσε απ'το στομα μου και ολοι τους μαζί αναρωτιουνται πως βρεθηκαν εκει. Δεν θελω να ξερω αν πλεον εχω στομαχι. Σε καμοια περιπτωση δεν μπορω να σκεφτομαι γι'αυτους. Εχω θαυμαστριες αυτου ,που δεν μου στελνουν μια καρτα για τα χριστουγεννα παρα μονο με φανταζονται ,ετσι. Σαν αυτες τις φωτογραφιες με τους Αγιους Βασιληδες αλκοολικους/ αποτυχημενους στα στενά με ψευτική γενειάδα. Να ποναν τα σωθικα μου καθως ξερναω. Ολα αυτα που εχω αφήσει μεσα απο αυτα που διακατέχω. Φωτογραφίες που καποιος γελαει εχω και απο αυτες. Αν θελετε να ξερετε. Καποιος απορει διπλα. Καποιος δειλος αναπολει. Στις φωτογραφιες παρέας. Καποιος εχει βρεγμενα μαλλια, μολις βγηκε. Καποιος περιμενει να γίνει κάτι. Καποιος προτρεχει ,φαινεται λες και εξαφανίζεται. Η φυση φοράει τα καλα της. Και πισω απο μερικα δεντρα , ενας καταγαλανος ουρανος. Καλοκαιρι.

Εχω μια ομπρελα θαλασσης. Εχω ενα ποτιστήρι σακούλα σαν εκεινα που κρεμανε στα καμπινγκ οι ανθρωποι που φοβουνται την ξυρασια. 21 γραμμάρια η ανθρωπινη ψυχή λένε ,αυτο θα χωράει μέσα ολες τις μαλακίες που καμαν. Παρ'ολα αυτα. Στάζει με βρέχει με δόσεις. Φοβαμαι να βγω γιατι δεν εχει εξω χρωματα. Εχω ενα μοβ δωματιο που ζωγραφισμενο εχει και εναν πολυχρωμο ήλιο. Εγω τον ζωγραφισα. Αν θέλεις να ξερεις. Εχω ενα καλοριφέρ απο αυτα τα ηλεκτρικά που βγαζουν ζεστη μα είναι τοσο βρωμικό και ψυχρό οσο και η παγωμένη σου εκφραση σαν με κοιτας. Το κρυο το φανταζομαι βρωμικο και μοναχό να πινει μπυρες. Εχω τοσο κρυο μεσ'την ψυχη μου οταν σε ξερω. Εχω ενα μοβ δωματιο αποκομένο απο ενα κομάτι της ανταρκτικης. Παγοβουνο θλιψης στρωμένο στο χαλάκι και καθε φορα αν καμω να ανοιξω την πόρτα ειναι λαθος γιατι διατηρει την καρδια μου σε ψυξη. Και επειτα νεκρος ,αν πιστεψω πως σε δω ,πως σε αναγνωρίζω δικιά μου σαν τότε. Εξω εχω απλωσει και εναν ήλιο οχι ζωγραφιά ,αλληθινο μα απο αλλον ουρανο ,φλογερος πιο πολυ απ'τον δικό μας αδυμονει πως θα διαβώ το δωμάτιο να μου ξανθυνει το μυαλό. Εχω ανθρωπους που θελουν να με χτενισουν. Εχω ανθρωπους με οψη προβατου που θελουν το μαλλι μου. Γουρουνια που θελουν να γευτουν την σαρκα μου. Ομως εγω εχω ψυξη στον εγκεφαλο και δεν φυτρωνουν σωστα. Εγκεφαλικο στο κοματι που ειμαι σιαμέζος σαν εσάς ,δυστηχος αν θες να ξέρεις. Δυστηχισμένε ανθρωπε εχω και εγω ενα κλειδι που δεν ξερω τι ανοιγει. Μα περισσοτερο αν θες να ξες καθως το κοιταω με προβληματιζει αν αυτος που το κατασκευασε ,θα ειχε ωραια μαλλια και αυτος. Δεν εχω ξανθα τον χειμωνα απο αυτα που τα βλεπεις και θες να τα βαλεις για υπνο στο μαξιλαρι σου. Ενα ξυρισμένο μουνι μονο στο ταβανι εχω που σταζει για να με τραβήξει απ'τον λυθαργο. Μεταμορφωνεται σε πεταλουδα αν κανω πως τρεχω προς το μπαλκονι απο εφιάλτη. Με παρατηρει αν θα πεσω ,αλλαζει χρωματα αν έτσι αποφανθώ. Κανει τα 13 μετρα ύψους να φαινονται πρασινο ,τον εκτο οροφο πορτοκαλι ,τα 500 χιλιομετρα προς τον νότο ακαζού με σκατι αποχρωσεις. Μου εξαφανίζει όλα τα κλειδιά που μπορούν να με οδηγήσουν "κάπου". Και με ξαναβάζει για ύπνο.

Εχω εναν κτυπο που δεν ξερω ποιο αυτι τον προσκαλεσε, μια νοσταλγια που ποτε μου δεν καταλαβα ποια σκεψη την οδηγει καθε χειμωνα προς την θαλλασα. Ποιος μικρος τιμωρος της ευτυχιας την ανακαλεσε σε γευμα καθως ποτε δεν τελειωσε το δευτερο πιάτο της. Μαζί μου ποιος αναπολει; Αυτος που του λειπει κατι που ανεκαθεν είχε ή εκεινος που του λειπει αυτο που δεν ειχε ποτε; Σιγουρα αυτος που τα θελει ολα. Εγω ομως τι έχω; Εχω τοσα πραγματα πεταμενα στον βωθρο που δεν ξερουν να κολυμπανε και αυτο με ανυσηχει. Λιλιπουτεια τα βρηκα ,βρεφη θα'ταν οταν τα ανταμωσα σαν την φωνη, τα εξημερωσα μα ποτε δεν τα εμαθα πως επιπλεουν στα σκατα. Εχω ενα τηλεφωνο που του αλλαζω τους αριθμους στο καντράν οταν βαριεμαι. Γραφω οκτω με μαρκαδορο πανω στο εννια, σβηνω το μηδεν γιατι μισώ το παρελθον το απειρον και την επαναληψη. Τοτε που ελεγε "πατηστε το 0 και ολα θα γινουν οπως πρεπει". Συγνωμη για την αναστατωση κύριε. Ομως εγω εχω και ενα οπλο περασμενο γυρω απ'τον λαιμο μου με την κορδέλα που ξεχασες τότε. Στο μοβ δωματιο. Συνδεμενο με το πληκτρο που γραφει "ρεντάιαλ". Ποτε δεν δουλεψε σωστα αν θελετε να ξερετε. Γι'αυτο ειμαι εδω και σας γραφω. Τυχεροί που είστε και με διαβάζετε. Ολα κολησαν στην γαμημενη στιγμή του τότε. Παντα καποιος θα μου θυμισει πως ειμαι ζωντανος. Ο τυχερος και ο ατυχος συγχρόνως. Τι εκτακτο θα ηταν μια φορα να ενεργήσει οπως πρεπει καθως σε πληκτρολογώ. Να ακουσεις τον κροτο και να πεις "Κατι ακουσα, ακουστηκε κατι γλυκέ μου Αλε;". Σχηματιζω λαθος τα νουμερα που γράφουν διαρκως "επινοηση της μοναξιάς". Χρειαζομαι οτι χρειαζομαστε ολοι. Εναν ήχο που αντοιχεί σωστα στα αυτιά. Ειμαι ο ιδιος αυτος που δεν χορτένει τον ήχο της βροχής. Θα σας συναντήσω αυριο. Γι'αυτο αρχιζω να μιλαω οπως ολοι, κλεινομαι στον εαυτο μου. Παραγκελνω αδιαφορα πραγματα που δεν θα αλλαξουν σε καμοια περιπτωση την ζωη μου, οπως και εσεις. Πεινάω ,δεν χορτασα απο μαλακίες και ψεματα. Παραγκελνω πίτσες, παραγκέλνω ανθρωπους. Καποιος θα χτυπησει το κουδουνι μου. Σας εχει τυχει ποτε να ανοιξετε την πορτα και να σας περιμενει ενα πολυχρωμο κουτι; Φανταζομαι πως όχι. Παντα ειναι ενας δυστυχισμενος ανθρωπος που θα το προσφέρει αφου ζητησει λεφτα. Θα μπορω να του σφηξω το χερι σαν τον καλωσορισω. Δεν εισαι αυτος που φερνει το φαγητο ,εισαι το φαγητο μου και απλα δεν το ξερεις ακόμα ,θα του πω πριν τον πληρωσω. Αξίζεις πιο πολλα απο αυτο, έλα μεσα να δεις. Θα τον προσκαλεσω σεμνά να γνωρισει τον ποντικο που θελουμε να πιστευουμε οτι ζει ,τα σκουλικια φίλους ,να κατσει χαμω στο δεντρο μου να ξαποστασει για λιγο. Και μετα θα τον φαω αν θελετε να ξερετε.

Εχω ενα μοναδικό κουμπί στο τηλεφωνο που και αν το μάρκαρα ποτε δεν θα σας πω τι γραφει. Εχει χαρακτηρες οπως .x.x.x.x.x.x. και οταν το πατήσω το σηκωνει μια γλυκια φωνη ,ψυθυρίζει ανευθυνα"Σ'ευχαριστω που με πηρες. Μου αρεσε οπως και χθες" και εγω συνεχεια το κλεινω οταν συμβαινει τουτο. Αν θελετε να ξερετε έτσι γινεται τα τελευταια χρονια που ζω αναμεσα σας. Που με βλεπετε στους δρομους και νομιζετε αλλα. Για μενα ,δεν ξερω τι να σας απαντησω. Ισως απλα να ειναι η δικαιολογια οτι βρεχει και οι λεξεις βραχυκυκλώνονται μεσα απο τα καλωδια. Ετσι το κλεινω γιατι δεν ακουω καλα, δεν ακουω σωστά το λαθος. Αν θελετε να ξερετε ομως κατι θα σας πω τώρα και το τελευταιο. Οι λεξεις ειναι αδιαβροχες ,αλεξισφαιρες ,μεγαλοπρεπής. Δεν εχω βρει αλλον ανθρωπο ωστοσο. Ουτε εναν. Που μπορει θα μπορει θα ξερει οτι μπορει να αντεξει. Την δυναμη των λεξεων. Ακομα και αν καταφερει να μ'ακουσει. Τι σημασία έχει; Τι αλλάζει πλεον; Αλλη μια φορα σαν τοτε που τιποτα απο ολα αυτα αν δεν συνέβει ,η ζωη θα αρχίζε τον κυκλο της. Ολα ξεκαθαρα απο την αρχή. Μα επελεξα προ καιρου μια ζωη μεσ΄την μοναξιά ,μια ζωντάνια που στα μάτια σας φαίνεται αδρανής ,μια στάση ζωής που ανελλιπώς κανει κυκλους και κουτουλάει στις γωνιες απ' τους τοιχους. Η αρχή του τέλους. Ομορφο τέλος ,καθημερινο αν έχει; Δεν έχει δυστηχώς ,καληνύχτα. Και αν λέω πάλι ψέματα, αν όντως υπάρχει ...δεν θέλω να ξέρετε.