Είμαστε δύο και κοιτάμε ο ένας τον άλλον.
Δεν είχαμε τίποτα καλυτερο να κανουμε και αυτό ως ακολουθο οδηγησε αυτόματα στην συνεργία. Πριν καταλήξουμε έτσι, παιζαμε με την άμμο και ένας απο τους δύο έτρωγε τους καρπούς απο το δέντρο της γνώσης. Κανεις δεν γεννησε την ιδέα, ουδεις φροντισε για τους κανονισμους και τις προεργασίες για ότι αρχιζε. Ανοίξαμε σαφώς την ίδια πόρτα, καταλήξαμε στο ίδιο δωμάτιο που ορθώνεται απ’τα ίδια κλαδιά της ανήθικης πόλης και παρουσιαστήκαμε ομόψυχα . Εγω είπα πρώτος:
«Βλέπω, τουτη την στιγμή, πως είσαι σιωπηλή και αυτό θα οφείλετε στα γεγονότα, ε;» και σαν αντίλαλος ακούστηκε φωνή να ανασκευάσει:
«Σιωπώ για να δείς πως τίποτα δεν παραμένει αιώνιο».
Επειτα τραβήξαμε δυο καρέκλες και σταθηκαμε για ένα ολοκληρο βράδυ καρφωμένοι στο αερικό της όψης μας, μέχρι που το ξημέρωμα καυτηρίασε για πάντα κάθε δισταγμό.
Γίναμε αχώριστοι ή σαν από σφάλμα ο ένας χάθηκε νικημένος στις σκάλες. Ξημερώσαμε μαζί ή οι ηλιαχτίδες την αυγή τεντωθηκαν οσο ποτέ να μας ζεστάνουν χώρια. Ειμασταν δυο αναμφισβήτητα και απο μονο του ήταν αγνό να το θελήσουμε. Φαντάζομαι πως κανενας από εμας δεν χρειάστηκε έναν δευτερο μα να που την συντροφιά δεν την αρνηθηκαμε, αντίθετα την τιμησαμε και νιωσαμε τυχεροι για ότι μας έτυχε! Ωστόσο δεν θυμαμαι με ακριβεια ποιος κοιταξε αρχικά κι αν ο δευτερος με την σειρα του ενωχληθηκε ή του φανηκε ηδονικό. Να έχει σημασία; Θα θεωρησουμε εδω οτι ηταν απλα ένα στίγμα που μας συνδεσε, μια στιγμη ουδέτερη αναμεσα στις τοσες αδράνειας, σε αυτές τις καθημέρινης πάλης που ανοιγοκλεινουμε τα ματια και ξαγρυπνούμε αδιόρατα.
Τα προσωπα μας δεν μοιαζουν μεταξυ τους στο ελάχιστο, όχι προς την ομορφιά ή το σχήμα μα σίγουρα όχι και ως προς την έκφραση. Αν ενας τριτος μας κοιταξει απώτερα θα το διαπιστωσει δίχως κόπο. Μερικοί θα πουν:
«ο πρωτος έχει καστανά μάτια, ενώ ο δευτερος όχι… τα βλέφαρα του ενός είναι βασανισμένα ,αρα ο δευτερος κοιμάται πιο πολύ… ξεκουράζεται κατω απο το φώς του καιριού διαβάζωντας Μπήτνικ» ,μα ενας σοφος με βεβαιότητα θα τους σταματήσει λέγοντας:
«Αυτα τα δυο προσωπα δεν εχουν καμοια ομοιοτητα σαφως, και ομως το ένα θωρει τ’ αλλο με τοση φρονηση!». Και θα προσθέσει, αυτή την φορά προσεκτικά:
«Βλεπω δυο προσωπα ακατανόητα, όπως βλέπω θολά δυο μορφές σε εφιάλτη, μα όταν ξυπνήσω θα τα ξεχάσω και αυτό τουλάχιστον με ησυχάζει ».
Και έπειτα θα προσέξει διεξοδικά και το τελευταιο στοιχείο πάνω μας, με δέος θα εξετάζει μα δεν θα τρέξει να κρυφτεί. Θα μας πάρει από πίσω, με ενα σάλτο θα γραπωθεί απ'τις βλεφαρίδες, για να τρυπώσει στις κόρες μέχρι και να τον πνίξουν τα ποτάμια που θα εκβάλουν απ'τα δάκρυα της απόλαυσης. Δεν θα προβάλουμε αντίσταση. Τοσο βεβαιοι για την δυναμη μας, διόλου δεν θα χρειαστεί να αφυπνίσουμε ακόμα και το πιάνο για να τον λογικευσει. Μονο θα σταθουμε μια στιγμη να τον κοιτάξουμε συλλογικά ωσπου παραδεχθει:
«Είναι φανερο πως εσας σας συνδέει ενας ανεξήγητος δεσμός, που πρωτη μου φορα συναντάω στο χρονικό μου. Κόμπος πολύπλοκος που ποτε μου δεν θα καταφέρνα να λύσω ακόμα κι αν ζούσα αιώνια.»
Και μόνο τότε θα μας παρατηρήσει με γνώση καθως φευγουμε. Τοτε θα αντιληφθεί ποσο μονοιασμένοι, περήφανα απομακρυνόμαστε, για να προφυλαχτούμε.
Σαν δυο εραστές θολωμένους που ψάχνουν την οδηγία στο πιάνο.