
Ο φιλος μου και εγω θελουμε να κυνηγάμε τα τρυγόνια. Θελουμε αυτα γιατι ειναι νοστιμα. Εγω ομως αληθινά δεν το πιστευω. Αυτος με το οπλο τα σημαδεβει για ώρες ( που εγω ουτε καν ξερω πως δουλευει το ντουφεκι και ουτε σκέφτομαι να κρατησω ενα οπλο στην διαθεση μου) και μολις ακουσω το πύρ (κλείνω τα αυτιά μου) τρεχω να μαζέψω την σορό και γαβγίζω και εχω ένα λουρι και εχω εναν σωστό χρονο, βουλωμένη μύτη αλλα δεν μπορω να ξεπερασω τον χρονο ή να βγάλω τρίχες. Θα φερω παντα το κυνήγι αφου αυτο πεσει κατω νεκρο και το καταδιώξω μεσα απο τα δεντρα και δεν εχω ουρα και δεν μπλεκεται στα κλαδιά και κάνω και ενα διάλειμα για διαφημίσεις μα οχι πολυ θόρυβο. Λαχανιαμένος μετά, είμαι θορυβώδης, για μόστρα. Καθε φορά, ετοιμάζω την διαδρομή μου σε σχέση με τον απόηχο που αφήνει ο πυροβολισμός. Παραπονιεται ο φιλος, λεει πως ειμαι βραδύς, συνεχεια διαμαρτύρεται ορθώνοντας ακομα και την κάνη προς το μέρος μου με την φωνή
"Πως θα το βρεις αναμεσα σε τοσα δεντρα που αναγνωρίζω οτι εισαι υπερβολικά αφηρημενος και εσυ όχι;" μουρμουρίζει καθε τόσο και δείχνει βαθιά μέσα στο δάσος, αλήθεια είναι τοσο δυσκολο οσο εγω μπορώ οταν αυτος το επισημαίνει. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να του αποδείξω το αντιθετο σε σχεση με τον χαρακτήρα μου ή αυτο έχει να κάνει με τον ρόλο μου στο κυνήγι ως συντροφιά καθ'αυτου. Λιγότερο θέλω την παρεα του απο καθε τι ψόφιο στον κόσμο, το κάνω για πλάκα, ομως φίλο τον θέλω για αυτα τα απογευματα. Δεν μπορω να συγχρονιστώ με την σκανδαλη ή με το δαχτυλο του οπως αυτος που κυκλώνει το όπλο, το κοιτάω με ζήλο σαν να είναι το δικό μου μα πρωτα πρεπει να πετυχει αυτος το πτηνό (που είμαι βέβαιος οτι θα το κάνει) και μετα εγω να το φερω πισω νεκρό και όχι εξαντλημένο, νεκρό. Ακομα και με αυτον τον τρόπο θα αγγίξω τις παλάμες του που μυρίζουν μπαρούτι, με γεμίζει χαρά. Αυτος ο φίλος μου ο κυνηγός είναι το κάτι άλλο. Πιστευω ως κανόνα τούτο όσο κανεις σας δεν ξέρει, του το λεω μερικες φορες δειλά να μοιραστούμε την επιτυχια, δεν νομιζω οτι το δεχεται, δεν χαίρεται οπως κι εγώ, κατι αλλο εχει στο μυαλο του για εμενα. Ομως τρέχω παρ' όλα αυτα που υποψιάζομαι τα παντα, αφου ακούσω τον κρότο και ειμαι γρηγορος όσο μπορώ και είμαι θολός οσο δεν γίνεται και να μην βλέπω τίποτα απο την βιασύνη μου. Φτάνω στον στόχο και επιστρέφω σαν να μην του ελειψα πότε και δεν έχω ουρά να την κουνήσω και δεν θέλω χάδια, στέκομαι ακίνητος όπως και το κλειδί στον καμπινέ. Αναβω ενα τσιγάρο και το στόμα μου αναστενάζει τα πούπουλα, κανω οτι ειμαι εξαντλημένος απο την αναζητηση και χαζευουμε το νεκρο πουλι που δεν ανοιγκοκλοινουν τα ματια του, που δεν ανοιγοκλεινει το στομα, που δεν πεταει, έχω στο στόμα μου μερικα απο τα φτερά του και το στόμα του, ειναι νεκρο και αυτο, μπορω ακομα και να το αλείψω με ασετόν ή να το βάλω στο iChat.
Στην αρχη πιαναμε αρκετα, αλλα τώρα όχι και δεν ξέρω το γιατί. Αυτος είναι υπευθυνος για τις δολοφονίες. Μια μέρα του δηλώνω το επακόλουθο, πως τον θελω για φιλο μου αλλα κουράστηκα και δεν επιθυμω να συμμετάσχω αλλο στο κυνηγι και συντομα, με τον καιρο θα αποσυρθω. Τωρα αυτος τσιγκουνευεται και τα φυσιγγια, καθε σφαίρα την μετράει για ωρες και θαρρω πως περισσότερο κοιτάει εμενα με καχυποψία παρα με αφωσίωση στον στόχο. Ένα πουλί πάνω σε ένα κλαδί, οπως και οφείλει για λίγο ας πέσει, θα ήταν φρόνιμο. Μα όχι αυτο και με σημαδευει, αν με πετύχει τι θα αλλάξει απο την όραση του; Το ιδιο φτωχοι ειμαστε και δεν ειμαι για χορταση, εχω ρέψει γιατι δεν μου αρεσει να γευομαι αυτου του ειδους το χόμπι καθημερινά. Μήπως αυτο τον πειράζει, που αποχωρώ αδιαφορος απ'το κυνηγι; Οπως και δεν θελω να τα σημαδεύω στον αερα, το ξεκαθαρισα εξ'αρχης. Αφου τα μαδούσαμε δεν εμενε τιποτα. Πραγματικα μετα και απο τις φτερουγες υπήρχε μονάχα ο σκελετος. Τιποτα σαρκικο, μα ο φιλος εβαζε καλό κρασι και μου ελεγε να πιω, ψηλομύτης κυνηγος ο φιλος μου και ηθελε να ειναι οικοδεσπότης. Κατι μελισσοπούλια πιαναμε και αυτα στο τελος του φραπέ αφου σουρούπωνε. Μα κανεις αλλος δεν το ήξερε γιατι ήμασταν μοναχά εμεις οι δύο και ο λόφος. Η γυναίκα του, την συναντουσα καθε μετα το κυνηγι, στο σπιτικό τους, ντυμένος στα καλά δεν έβλεπα την ώρα να φύγω. Ψωροπερήφανη και αυτή μύριζε αλλαζωνία. Νόστιμα τα τηγάνισες και καλο σου βράδυ, αυτα τα λουλούδια θα είναι για εσένα. Μόνο αυτο της φανέρωνα άσχετα αν εβλεπα τα μάτια της πως πετούσαν τα νοούμενα. Υπο τα μάτια της κυράς του εγώ ήμουν ο ικανός κυνηγός γιατι με χαρακτήριζε η αποτυχία. Το ήξερε και αυτο την γοήτευε. Ακόμα αναρωτιέμαι αν του είπα κλείνοντας την πόρτα"
Φίλε μου, καλό σου βράδυ". Δυσκολο το πουλι να το πετυχεις οταν δεν ειναι ακινητο.
Δεν τα πιάσαμε ποτέ στον αερα αυτα τα τρυγόνια. Εγώ προσπάθησα. Ούτε καν με το δάχτυλο σε ένα κλαδι δεν γίνεται. Οπως και η μύγα στο πληκτρολόγιο. Μια φορα εγω πηγα να κανω ενα σάλτο αλλα ο φιλος με αποθάρρυνε λεγωντας:
"Σταματα δεν μπορεις να πεταξεις, σου είπα τον ρόλο σου!" Συμφώνησα αλλα κοίτα να δεις που είμαι αφηρημένος. Και μετά έρχεται ο Νοέμβρης και το 2009. Ότι πρέπει για κυνήγι.